Αρχείο ετικέτας #Family

Πώς πήγαν οι διακοπές με 3 Παιδιά

Γράφω την ανάρτηση της Πέμπτης από την ξαπλώστρα μου…

Φέτος ήταν η πρώτη φορά που πήγαμε διακοπές οι πέντε μας. Σήμερα είναι η τελευταία μας μέρα και ήθελα έτσι απλά να γράψω κάποιες σκέψεις μου.

Η κόρη μας είναι 9 ετών, ο μεγάλος μας γιος σχεδόν 8 και ο μικρός μας 3 και κάτι.

Είμαστε σε μια περίεργη φάση στην επικοινωνία μας με τα μεγάλα μας παιδιά, αφού οι τσακωμοί τους είναι πάρα πολύ συχνοί. Νιώθουμε τόσο τη διαφορά της κόρης μας που μεγαλώνει και ωριμάζει σε σχέση με τον μόλις ενάμιση χρόνο μικρότερο αδερφό της, σε σημείο που, κάποιες φορές, με δυσκολία τον ανέχεται.

Προσπαθούμε, πλέον, να μην ανακατευόμαστε στους καβγάδες τους, ούτε να υποστηρίζουμε το μικρότερο, αφού κι αυτός πρέπει να μάθει να λύνει μόνος του κάποιες διαφορές και να μην περιμένει από εμάς.

Δεν είναι εύκολο. Ειδικά όταν ακούς μαλλιοτραβήγματα και μπουνιές. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά.

Η ηλικία των 9 για την κόρη μας έχει φέρει αρκετές αλλαγές. Έχει αρχίσει και γνωρίζει, συνειδητοποιεί περισσότερο τους κανόνες της κοινωνικοποίησης, δημιουργεί πιο σταθερές φιλίες.

Επιδιώκει να «χώνεται» σε συζητήσεις μεγάλων και δεν της ξεφεύγει τίποτα από όσα ακούγονται μέσα στο σπίτι.

Βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο παιδί και στην έφηβο κατά κάποιο τρόπο.

Έχει μάθει, ίσως επειδή είναι το πρώτο παιδί, ότι θα ασχοληθούμε μαζί της για να την ψυχαγωγήσουμε, ενώ τα αδέρφια της θα παίζουν με τις ώρες μόνα τους παρά τα σχεδόν 5 χρόνια που τα χωρίζουν. Θέλει να μπούμε μαζί στη θάλασσα, να παίξουμε επιτραπέζια παιχνίδια μαζί της, να κάνουμε τα πάντα μαζί.

Μέχρι ένα σημείο, έτρεχα από πίσω της και έκανα τον κλόουν, τον ψυχαγωγό, τη φίλη της.

Ξέρω, όμως, -όχι μόνο επειδή μου είναι βολικό και ξεκούραστο- ότι πρέπει να την αφήσω να βαρεθεί λίγο, να βρει τρόπους να περνά καλά, να προσαρμόζεται.

Η συνεισφορά του μικρού στις διακοπές, όμως, είναι ευεργετική. Θα κάνει αστεία που θα ελαφρύνουν το κλίμα για όλους μας και θα βοηθήσει να ξεχάσουμε γκρίνιες κλπ. Φυσικά, κι αυτός έχει τα δικά του, θα κουραστεί και θα ζητάει τον ουρανό με τα άστρα, αλλά στην ουσία δε θα ξέρει τι θέλει.

Αυτό που συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά είναι πως όλα εξαρτώνται από τις προσδοκίες μας.

Φτάνοντας στον προορισμό μας, για να μην πω μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, ξέρω πολύ καλά ότι πέντε απόψεις θα πρέπει να συμπορευθούν, ότι θα ακούσω «μαμά» κάθε πέντε δευτερόλεπτα, ότι θα έρχονται από πίσω μου σαν τα κλωσσόπουλα, ότι θα ζητάνε το επόμενο γεύμα με το που θα τελειώσουμε το προηγούμενο.

Δεν έχω αυταπάτες.

Είναι τρία παιδιά.

Και είναι σε ηλικία που μας χρειάζονται συνεχώς.

Κι αυτό είναι το ωραίο.

Σε κάποια χρόνια θα θέλουν περισσότερο τους φίλους τους. Ήδη, όπως είπα, η κόρη μας βαδίζει προς τα κει.

Πιθανώς, τότε, και να τους ενοχλούμε κιόλας.Θα χαρώ την κάθε στιγμή – όσο μου το επιτρέπει η υπομονή και η ψυχραιμία μου 😁 – και θα τους δώσω όσο πιο αξέχαστες αναμνήσεις μπορώ.

Θα τους ταξιδέψω σε εμπειρίες και εικόνες, να ανοίξουν τα μάτια και τα αυτιά τους, να τους φωτίσω το δρόμο.

Και μετά ας ξεκινήσουν τη δική τους διαδρομή ❤️.

Κάθε παιδί ψάχνει τη θέση του

Καθένας μας από τη στιγμή που γεννιέται ψάχνει να βρει τη θέση του.

Τη θέση του στην οικογένειά του, τη θέση του στο σχολείο, τη θέση του σε μια παρέα, τη θέση του στον κόσμο.

Ένα μέρος να ανήκει.

Ένα μέρος να το νιώθει σαν το σπίτι του.

Ένα μέρος που να νιώθει ασφαλής να ξεδιπλωθεί, να πει την αλήθεια του, να κάνει αυτό που αγαπά, να γίνει ο άνθρωπος που θέλει.

Όλοι μας χρειαζόμαστε ένα μέρος για να ανήκουμε.

Το να μην ανήκουμε κάπου μας δυσκολεύει στην πορεία μας, στη ζωή μας – στην καλύτερη περίπτωση- και – στη χειρότερη- δε μας αφήνει να ζήσουμε ευτυχισμένοι.

Η κοινωνιολογία χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνικό κεφάλαιο» (social capital) για να περιγράψει αυτό το δίκτυο των ανθρώπινων, αμοιβαίων, σχέσεων που επιτρέπει σε μια κοινότητα να λειτουργεί.

Όπως κι εμείς, έτσι και τα παιδιά μας χρειάζονται ένα «ειδικό» κοινωνικό κεφάλαιο για να γίνουν υγιείς ενήλικες.

Χρειάζονται άτομα στη ζωή τους που να επενδύουν σε αυτά χωρίς να περιμένουν τίποτα σε αντάλλαγμα.

Αυτό είναι που τους διδάσκει να φροντίζουν τον εαυτό τους και, τελικά, μια μέρα, να μάθουν να φροντίζουν και τους άλλους.

Η «φυλή» της οικογένειας

Ας σκεφτούμε την οικογένεια σαν μια φυλή, με μια κοινή γλώσσα, παραδόσεις, αξίες και πεποιθήσεις, μια κοινή ιστορία. Μια οικογένεια είναι μια από τις πιο θεμελιώδεις «φυλές» στη ζωή ενός παιδιού.

Μια υγιής οικογένεια μπορεί να χρησιμοποιεί μια κοινή γλώσσα όπως «Συγγνώμη» και «Παρακαλώ» και «Σ’αγαπώ, απλά και αληθινά, ό,τι κι αν κάνεις».

Μπορεί να έχει τις δικές της παραδόσεις όπως το Σάββατο βράδυ παραγγέλνουμε απ’έξω, το βράδυ δίνουμε ομαδική οικογενειακή αγκαλιά ή βάζουμε σε ένα βαζάκι ένα χαρτάκι όπου γράψαμε την καλύτερη στιγμή της ημέρας.

Μπορεί να έχει αξίες για το πόσο σημαντική είναι η συμβολή κάθε μέλους στην καθημερινότητά της ή για τη δύναμη της συγχώρεσης, την εκτίμηση και το σεβασμό στα άλλα μέλη ή τη δύναμη της αδερφικής συμμαχίας!

Ίσως να έχει και τη δική της ιστορία ή να προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα, δική της ιστορία.

Η δημιουργία της δικής σου ιστορίας και η ένταξή σου σε μια «φυλή» μπορεί να απαιτεί χρόνο. Χρειάζεται επένδυση στο κοινωνικό αυτό κεφάλαιο.

Δεν είναι μια εύκολη επένδυση.

Ακόμα και στην ίδια του την οικογένεια, κάθε παιδί ψάχνει τη θέση του.

Αναζητά τα ενδιαφέροντά του, τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του, τις αγαπημένες του ασχολίες και συνήθειες, την αλήθεια του.

Είτε είναι το μικρότερο παιδί ή το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, ή το μεσαίο παιδί (το παιδί-σάντουιτς) ο χαρακτήρας του διαμορφώνεται από όλη αυτή την αναζήτηση.

«Μα στο ίδιο σπίτι μεγάλωσαν…»

Και δεν είναι καθόλου περίεργο ή εντελώς τυχαίο το ότι τα παιδιά της ίδιας οικογένειας είναι κάποιες φορές τόσο διαφορετικά μεταξύ τους.

Ναι, στο ίδιο σπίτι μεγάλωσαν αλλά οι συνθήκες κάθε φορά ήταν διαφορετικές.

Όταν γεννήθηκε το πρώτο μας παιδί, ήμασταν πρωτάρηδες και ίσως ψαρωμένοι, στο δεύτερο ήμασταν πιο συνειδητοποιημένοι, οπότε ίδιοι με την πρώτη φορά δεν ήμασταν σίγουρα.

Στο τρίτο παιδί, ίσως πήραμε το «κολλάει», ήμασταν πιο χαλαροί, πιο άνετοι, λιγότερο αγχωμένοι.

Κάθε παιδί έχει να αντιμετωπίσει τους γονείς που με τα χρόνια εξελίσσονται και γίνονται πιο έμπειροι, οπότε αλλάζει και η συμπεριφορά τους και την παρουσία (ή όχι) άλλων παιδιών τα οποία, στην αρχή τουλάχιστον, είναι συνήθως σαν την «κυρίαρχη φυλή» που θες να «πάρεις τη θέση της» και όχι να συμμαχήσεις μαζί της.

Το παιδί ψάχνει τη θέση του. Μπορεί να μπει μια ταμπέλα από το γονιό (το μικρό μας, το γκρινιάρικό μας, ο αθλητής μας, ο καλλιτέχνης μας, το ζωηρό μας) και το παιδί να την αποδεχτεί.

Το αδερφάκι του μπορεί ασυναίσθητα να σκεφτεί ότι μόνο ένας ζωηρός χωράει στην οικογένεια ή ένας μόνο αθλητής, οπότε εγώ που δεν μπορώ πχ να τρέξω τόσο γρήγορα και δε θα φτάσω ποτέ τον αδερφό μου, θα προσπαθήσω να γίνω καλός στη μουσική ή να διαβάζω περισσότερο για το σχολείο.

Στο σχολείο και στις παρέες τους που η αίσθηση της ασφάλειας ίσως δεν είναι τόσο έντονη, θα έρθουν πολλά σκαμπανεβάσματα στις σχέσεις τους. Θα υπάρξουν στιγμές που θα νιώσουν οι πιο σημαντικοί άνθρωποι στον κόσμο, θα τσακωθούν, θα έρθουν σε δύσκολη θέση, ίσως νιώσουν παραμελημένοι, ίσως αλλάξουν πολλές φορές παρέα.

Η αίσθηση του ανήκειν είναι ένα από τα πράγματα που θα καθορίσουν τη δημιουργία ενός ευτυχισμένου περιβάλλοντος για τα παιδιά.

Μαγικά κόλπα και συνταγές δεν υπάρχουν για τους γονείς.

Τα παιδιά μας αναγκαστικά πιθανώς να περάσουν όλα τα στάδια. Δεν μπορούμε να τα προφυλάξουμε από δυσάρεστα συναισθήματα.

Αυτό που μπορούμε να κάνουμε -και το λέω έχοντας στο μυαλό μου τις δικές μου εμπειρίες σαν παιδί και τις λίγες σαν μαμά- είναι να έχουμε σταθερές και θετικές σχέσεις με τα παιδιά μας, συνεπή επικοινωνία μαζί τους και ένα ασφαλές περιβάλλον.

Θα πρέπει να ευνοούμε την αλληλεπίδραση με άλλους και την πρόσβαση σε δραστηριότητες και ερεθίσματα (παιχνίδια, μουσική και υλικό ανάγνωσης).

Οι δραστηριότητες αυτές μπορούν να δομηθούν γύρω από συγκεκριμένες προτιμήσεις και, έτσι, τα παιδιά να επιθυμούν να συμμετέχουν πιο αποτελεσματικά.

Και η ρουτίνα δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας στα παιδιά: το να έχουν μια καθορισμένη καθημερινότητα και να γνωρίζουν περίπου τι θα συμβεί.

Για την ενίσχυση των κοινωνικών τους δεξιοτήτων, απαραίτητη είναι η αλληλεπίδραση με τους ενήλικες, των οποίων τις κινήσεις τα παιδιά θα παρατηρήσουν και θα κατανοήσουν. Αν εγώ διστάζω να μιλάω με άλλους ή δε συναναστρέφομαι με άλλους και συνέχεια δείχνω απογοητευμένη και νευριασμένη με τους γύρω μου, το παιδί πιθανώς να αντιγράψει αυτή τη συμπεριφορά.

Η γνώση των παιδιών και η κατανόηση των χαρακτήρων είναι αυτή που μας επιτρέπει να αλληλεπιδρούμε με αυτά με ευαισθησία και να διασφαλίζουμε ότι αισθάνονται πάντα ασφαλείς.

Οι ανάγκες και τα συναισθήματα διαφέρουν πολύ μεταξύ των παιδιών, οπότε εννοείται πως πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν πιο ευαίσθητοι απέναντι σε κάθε παιδί.

Να σεβόμαστε και να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τα συναισθήματά τους.

Να ενθαρρύνουμε την αίσθηση της κοινότητας – είτε είναι μέσα στην οικογένεια είτε στο σχολείο είτε οπουδήποτε, η κοινότητα είναι τόσο σημαντική.

Τα παιδιά αναπτύσσουν την αίσθηση του ανήκειν σε κάθε σχέση τους: τις σχέσεις τους με την οικογένειά τους, την κοινότητά τους, τον πολιτισμό γύρω τους και τα μέρη που ζουν.

Σίγουρα θα υπάρξουν δύσκολες στιγμές, διαμάχες και κάποιες φορές το αίσθημα της απόγνωσης ότι ποτέ δε θα υπάρξει σύμπνοια και συνεννόηση μεταξύ των αδερφών ή μεταξύ του παιδιού μας και τρίτων ή μεταξύ γονιών και παιδιών (αυτό κι αν ισχύει!)

Πρέπει να είμαστε δίπλα τους και να τους παρέχουμε την ασφάλεια ότι η αγάπη μας είναι άνευ όρων, δείχνοντάς τους όμως τον τρόπο να βρουν μόνοι τους τη λύση, να ανακαλύψουν μόνοι τους τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους.

Να ξέρουν ότι θα είμαστε δίπλα τους για πάντα να στηρίζουμε τις δικές τους ανάγκες και επιλογές.

Να τους αφήσουμε να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν δυνατοί και σίγουροι για τον εαυτό τους.

Δεν υπάρχει η τέλεια μαμά

«Μα καλά πώς τα προλαβαίνεις όλα; Είσαι η τέλεια μαμά!»

Να σου πω κάτι; Κι, όμως, δεν είμαι. Καμία δεν είναι. Γιατί δεν υπάρχει τέλεια, σούπερ μαμά.

Ή μάλλον καλύτερα:

Όλες οι μαμάδες είναι τέλειες, όσα και να κάνουν, όσα και να καταφέρνουν ή να μην καταφέρνουν.

Το να γίνεις μαμά αλλάζει τον κόσμο σου με χιλιάδες τρόπους.

Το να αποκτήσεις υπερδυνάμεις δεν είναι ένας από αυτούς.

Ξεκινήσαμε ένα ταξίδι που δεν τελειώνει, χωρίς χάρτη, χωρίς εγχειρίδιο οδηγιών, κάποιες φορές και χωρίς την ανταπόκριση και αναγνώριση που θα θέλαμε ή που επιζητούμε.

Μερικές φορές, με λένε χαριτολογώντας supermom, ή και εγώ η ίδια χρησιμοποιώ το hashtag #supermom σε κάποιες αναρτήσεις μου.

Φυσικά, εννοείται πως δεν είμαι supermom, με την έννοια της τέλειας μαμάς.

Η supermom είναι ένας μύθος…

Και αυτό που λέω όταν ακούω τέτοια, είναι να σταματήσουμε να προσπαθούμε να γίνουμε supermom, γιατί είναι μια συνταγή που θα μας απογοητεύσει, θα μας εξουθενώσει…

Η προσπάθεια να γίνουμε σούπερ μαμά θα δημιουργήσει μόνο ενοχές, ντροπή και στεναχώρια στην καθημερινότητά μας, γιατί θα χρειαστούμε ενέργεια, χρόνο και …ψυχή που δε χρειάζεται να δαπανηθούν…

Και αν έχουμε παγιδευτεί πραγματικά σε αυτό το «μυθικό πλάσμα», θα αναγκαστούμε να παραμελήσουμε τις πιο πολύτιμες σχέσεις μας, να αγχωθούμε ξανά και ξανά.

Και καλό θα ήταν να μην έχουμε στο νου μας τα πρότυπα που βλέπουμε στα social media.

Απλά δεν είναι αληθινά… Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Και αυτό είναι λυπηρό. Επειδή πληρώνουν υψηλό τίμημα για κάτι που δε θα τους επιστραφεί ποτέ.

Είναι μια παγίδα.

Το να μας θεωρούν supermom δεν θα μας κάνει ευτυχισμένες ως γυναίκες, δε θα μας κάνει επιτυχημένες ως μητέρες.

Το παιδί μας ΔΕΝ θέλει σούπερ μαμά!

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να τα καταλαβαίνει και να τα υποστηρίζει, ακόμα και για πράγματα για τα οποία δεν ενδιαφέρεται καθόλου.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να τα επαινεί, να τα ακούει.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να μην είναι ποτέ πολύ κουρασμένη ή απασχολημένη για να περάσει χρόνο μαζί τους.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να είναι αληθινή, να απαντά με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις τους.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να πιστεύει σε εκείνα και να τα διδάσκει να υπερασπίζονται αυτό που πιστεύουν.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να είναι διασκεδαστική. Να τους κάνει να γελάνε και τους λέει ιστορίες για τα παιδικά της χρόνια.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να τους δίνει αγκαλιές και φιλιά και να λέει ότι τους αγαπά.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να τους υπολογίζει και να μην τους φέρεται σαν μωρά.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να τους προετοιμάζει για το μέλλον.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να τους αφήνει να έχουν χρόνο να παίξουν και να είναι δημιουργικοί.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να είναι ευγενική.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να παραδέχεται όταν κάνει ένα λάθος και τους μιλάει για τα λάθη που έχει κάνει στο παρελθόν.

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να παρακολουθεί ταινίες μαζί τους, ανεξάρτητα από το αν είναι αργά (και αν την παίρνει ο ύπνος!)

Τα παιδιά μας θέλουν η μαμά να τους καθοδηγεί.

Για να πω την αλήθεια, αυτά θα ήθελα να λένε τα παιδιά και τα εγγόνια μου για μένα. Ούτε σούπερ μαμά ούτε τίποτα.

Αυτά, για μένα, είναι που θα διαμορφώσουν τι είδους μαμά θα είμαστε.

Αυτά είναι όλα όσα μπορούμε να κάνουμε – και που μάλλον ήδη τα κάνουμε χωρίς να το σκεφτόμαστε πολύ. Επειδή μας βγαίνει φυσικά.

Αυτό που κάνουμε κάθε στιγμή που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας καθορίζει τι κληρονομιά χτίζουμε. Θέλω η δική μου κληρονομιά να είναι η αγάπη και πίστη στον εαυτό τους.

Η σούπερ μαμά, η μαμά που θέλει να τα κάνει όλα τέλεια, συχνά είναι «τελειομανής μαμά». Είναι μια μαμά υπερβολικά ελεγχόμενη, φοβισμένη και ανήσυχη γυναίκα. Αρκετές φορές την ενδιαφέρει το πώς φαίνεται στους άλλους, η εικόνα της προς τα έξω. Και τα παιδιά της ίσως νιώθουν ανεπαρκή, ίσως και όχι. Σίγουρα, όμως, παίρνουν το παράδειγμα «ότι η εικόνα είναι πιο σημαντική σε σχέση με την ουσία».

Υπάρχουν μαμάδες που δουλεύουν πλήρες ωράριο, έχουν δύο και τρία παιδιά, καλά παιδιά και με τρόπους, το σπίτι τους όσο πιο τακτοποιημένο μπορεί να είναι, όλα τα γεύματα σπιτικά και τα ρούχα καθαρά και σιδερωμένα. Η μαμά, όμως, είναι πραγματικά ευτυχισμένη; Ή είναι υπερβολικά αγχωμένη, καταπονημένη και συχνά θυμωμένη;

Τα παιδιά μας τι μαμά θέλουν;

Θέλουν μια αφοσιωμένη μαμά, μια μαμά που να είναι δεμένη μαζί τους, μια παιχνιδιάρικη μαμά, μια παρούσα μαμά, μια μαμά που διδάσκει, τους καθοδηγεί και τους κρατά ασφαλείς.

Μπορούμε επιλέξουμε ποια μαμά θέλουμε να είμαστε και να θυμούνται τα παιδιά μας και να αποφασίσουμε ποιες αναμνήσεις θα χαραχθούν στο μυαλό και την καρδιά τους.

Ακόμα και οι μπαμπάδες, παρόλο που σίγουρα εκφράζουν υπερηφάνεια για τα επιτεύγματα της μαμάς που «τα προλαβαίνει όλα», εύχονται να κάνει ένα βήμα πίσω, να χαλαρώσει και να είναι λιγότερο σκληρή με τον εαυτό της.

Όταν προσπαθούμε να είμαστε τέλειες, να τα κάνουμε όλα, βλάπτουμε τους εαυτούς μας και αυτούς που αγαπάμε.

Η supermom δεν υπάρχει.

Δεν υπάρχει η μαμά που τα κάνει όλα και όλα είναι τέλεια.

Έχουμε μόνο 100% να δώσουμε και δεν μπορούμε να δώσουμε το 100% τόσο στην εργασία μας όσο και στα παιδιά μας. Απλά δε γίνεται.

Επομένως, πρέπει να κάνουμε τις καλύτερες επιλογές για εμάς και την οικογένειά μας και μόνο εμείς μπορούμε να το αποφασίσουμε.

Η έννοια της supermom είναι ένα κομμάτι της φαντασίας. Και γινόμαστε παράλογοι και εμμονικοί, προσπαθώντας να μιμηθούμε αυτόν τον φανταστικό χαρακτήρα, υποδουλωμένοι από την πίεση να αγωνιστούμε για μια ιδανική κατάσταση που δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα για μια ανθρώπινη μαμά.

Και είμαστε άνθρωποι.

Δεν αισθάνομαι ένοχη επειδή δεν είμαι supermom.

Έχω μάθει να «αγκαλιάζω» την «ανθρώπινή μου υπόσταση», να δείχνω περισσότερη συμπόνια στον εαυτό μου και να μη θέτω παράλογα πρότυπα στον εαυτό μου ως μητέρα.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αφήσω πίσω τις ερωτήσεις που κάνω στον εαυτό μου και τα ενοχικά μου σύνδρομα: Κάνω αρκετά; Το κάνω σωστά;Φαίνεται καλό αυτό που κάνω;

Είμαι εδώ για να δείξω ότι δεν υπάρχουν σούπερ μαμάδες, όχι με την έννοια της τέλειας μαμάς.

Όλες οι μαμάδες είναι σούπερ γιατί δίνουν το δικό τους αγώνα με το δικό τους τρόπο.

Δεν χρειαζόμαστε καμία «ταμπέλα», κανένα hashtag.

Κι όταν σου λένε: «Δεν ξέρω πώς το κάνεις! Είσαι #Supermom!» να λες «Ευχαριστώ, κάνω το καλύτερο που μπορώ.»

Κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε.

Και αυτή είναι ακριβώς η μαμά που χρειάζονται τα παιδιά μας.

Είμαστε συνηθισμένες μητέρες που μπορούν να αγαπήσουν με εξαιρετικούς τρόπους, προικισμένες σε κάποια σημεία, με ελαττώματα σε κάποια άλλα, με στιγμές χαράς και στιγμές πόνου, που πέφτουμε και ξανασηκωνόμαστε κάθε μέρα, μαθαίνοντας κάτι καινούργιο, θέτοντας υγιείς προσδοκίες στον εαυτό μας.

Κανένας από εμάς δεν μπορεί να τα κάνει όλα ταυτόχρονα. Και αυτό είναι όμορφο, γιατί έχουμε ο ένας τον άλλον να στηριζόμαστε, να βοηθιόμαστε.

Μπορούμε να κάνουμε ό, τι λειτουργεί για την καθεμία μας. Μπορούμε να πούμε ΟΧΙ.

Δεν χρειάζεται να είμαστε το παν για όλους.

Μπορούμε να είμαστε κανονικοί και συνηθισμένοι μερικές φορές, και αξιοθαύμαστοι, τολμηροί, ακόμη και θρυλικοί, άλλες φορές.

Μπορούμε να πετύχουμε εντυπωσιακά σε έναν τομέα και να φάμε τα μούτρα μας σε άλλους.

Και οι δικοί μας θα μας αγαπάνε όπως και να ‘χει.

(Για την ανάρτηση χρησιμοποίησα στοιχεία από παρόμοια ανάρτηση της positive mom)

Όσα θυμάμαι από την Πόντια γιαγιά μου

Η μαμά της μαμάς μου ήταν η Πόντια γιαγιά Μαρίκα.

Ζούσε με τον παππού μου το Λάζαρο στο Ζαχαράτο, ένα χωριό δίπλα στο Κιλκίς. Μέχρι να πάρουν σύνταξη ασχολούνταν με τις αγελάδες τους και μάλιστα τους είχαν και ονόματα!

Πηγαίναμε εκεί κάθε καλοκαίρι και Πρωτοχρονιά. Τα καλοκαίρια κάναμε βόλτες στο χωριό και πηγαίναμε κοντινές εκδρομούλες και το χειμώνα περιμέναμε κοιτώντας από το παράθυρο πώς και πώς να χιονίσει.

Όταν ήμασταν μικρές με την αδερφή μου μέναμε καιρό στο χωριό τα καλοκαίρια και ενθουσιαζόμασταν με όλα αυτά τα μικρά πράγματα.

Αυτή η γυναίκα ήταν πραγματικά ακούραστη.

Θεωρούσε πάντα πως σκοπός μας είναι να αξιοποιούμε κάθε λεπτό του χρόνου μας και κάθε μικρό πραγματάκι που διαθέτουμε.

Έφτιαχνε μόνη της σάλτσες, γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες, τουρσιά κλπ, είχε το δικό της μπαχτσέ, τον κήπο με τα λαχανικά της. Η μυρωδιά της φρέσκιας ντομάτας μου θυμίζει τόσο πολύ τη γιαγιά μου.

Επιδιόρθωνε μόνη της τα ρούχα τους γιατί ήταν σπουδαία μοδίστρα. Παλιά έφτιαχνε δικά της ρούχα για όλους μας.

Πρέπει να είχε στην ντουλάπα της σίγουρα 10 πυτζάμες και αμέτρητα ζευγάρια κάλτσες, στη συσκευασία τους ακόμα, αφού επέμενε να μπαλώνει όλα τους τα ρούχα.

Είχε και μια ξύλινη ραπτομηχανή. Ακόμα θυμάμαι τα μικρά της συρταράκια που πάντα ψάχναμε με την αδερφή μου για μικρούς «θησαυρούς». Θυμάμαι και τη μυρωδιά αυτής της ραπτομηχανής.

Τρελαινόταν να μας κάνει να γελάμε.

Έκανε ότι δεν καταλάβαινε τι εννοούσαμε κι εμείς ξεκαρδιζόμασταν. Πάντα ξέραμε ότι δεν τα εννοεί, αλλά και πάλι μας φαινόταν τόσο αστείο.

Φορούσαμε τζιν με σκισίματα ή μπλουζάκια πολύ κοντά και έλεγε «έλα να σου το ράψω» ή «καλέ, σου είναι μικρό αυτό!».

Καθόταν δίπλα μου με την ποδιά της, που τη φορούσε σχεδόν μόνιμα, και της έλυνα το κορδόνι και πάντα -μα πάντα- προσποιούταν ότι την πάτησε!

Έπαιρνε τα χέρια μου μέσα στα δικά της τα τόσο δουλεμένα και ταλαιπωρημένα κι έλεγε «χάρτινα χεράκια».

Κάποια στιγμή μάς επισκέφθηκε στο Αιτωλικό. Θυμόταν ότι κάναμε πλάκα με ένα πολύ παλιό ξύλινο βαλιτσάκι της, του οποίου το κούμπωμα είχε χαλάσει και έδενε με σύρμα. Οπότε ήρθε στο Αιτωλικό με αυτό το βαλιτσάκι. Πραγματικά στρίμωξε εκεί τα πράγματά της μόνο για να μας κάνει αυτή την πλάκα!

Μας έλεγε συνέχεια ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια.

Την ακούγαμε τόσο προσεκτικά κι ας είχαμε ακούσει κάθε ιστορία χίλιες φορές. Τα περιέγραφε τόσο παραστατικά.

Μας έλεγε για το σχολείο της, για κάποιον γονιό που δεν ήξερε καλά ελληνικά και έλεγε στο δάσκαλο κάθε πρωί «Καλημέρα, τράσκαλε!»
Κάθε φορά, λοιπόν, που μας καλημέριζε, σχεδόν όλα τα χρόνια, μας έλεγε «καλημέρα, τράσκαλε!» κι εμείς πάντα γελούσαμε!

Για πρωινό μας έφτιαχνε αυγόφετες, πισιά ή χτυπητό αυγό! Το λάτρευα και ακόμα το τρώω το χτυπητό αυγό. Το χτυπούσε με το κουτάλι στην κούπα κι έλεγε «αφρό σου το έκανα!» Αργότερα εκσυγχρονίστηκε και έφτιαχνε και κρέπες!

Μαγείρευε πάντα στο ξεχωριστό κουζινάκι που είχε, όπως πολλά σπίτια παλιότερα, παρόλο που είχε ολοκαίνουρια κουζίνα μέσα στο σπίτι. Τη θυμάμαι πάντα με μια λεκανίτσα με λερωμένο νερό, αφού είχε πλύνει τα πιάτα, να βγαίνει από το κουζινάκι και να τη ρίχνει στο δρόμο. Είχε λερώσει τα αυτοκίνητά μας από κάτω πάρα πολλές φορές!! Και πάντα καθόταν να φάει, αφού είχαμε τελειώσει όλοι το φαγητό μας, για να είναι σίγουρη ότι θα μας περιποιηθεί και δε θα μας λείψει τίποτα.

Έρχονταν φίλες της από το χωριό ή την έπαιρναν τηλέφωνο να τους πει τον καφέ ή να τους εξηγήσει το όνειρο που είδαν. Όταν της λέγαμε εμείς να μας πει τον καφέ έλεγε «εσείς κοριτσάκια είστε, μην τα πιστεύετε αυτά!» Αλλά μετά έπαιρνε στα χέρια της το φλυτζάνι και έκανε μορφασμούς, δηλώνοντας ότι κάτι είχε ανακαλύψει!

Ένας πολύ απλός και ουσιαστικός άνθρωπος που έδινε μεγάλη αξία στις σχέσεις μας με τους άλλους.

Ένα μήνα πριν φύγει, ήταν άρρωστη και ξαπλωμένη στον κλασικό της καναπέ στο καθιστικό και πήγαμε να τη δούμε. Μου λέει «είσαι πάντα καλή με όλους. Να προσέχεις τους δικούς σου και να αγαπάς και τα πεθερικά σου σαν να είναι γονείς σου. Να τους προσέχεις και να μην τους στεναχωρήσεις ποτέ

Αυτή έζησε και μεγάλωσε την οικογένειά της, τα τρία της παιδιά, με τα πεθερικά της στο ίδιο σπίτι και μάλιστα η πεθερά της, η προγιαγιά μου έφυγε μετά τα 90 της χρόνια. Μεταξύ τους, δε, μιλούσαν τούρκικα, αφού αυτή ήταν η μητρική γλώσσα της προγιαγιάς και η γιαγιά μου τα είχε μάθει πολύ καλά με τόσα χρόνια συγκατοίκηση.Τούρκικα έμαθαν λόγω της προγιαγιάς και η μαμά μου με τα αδέρφια της.

Όταν ήμασταν μικρές, μας έκανε τρομερή εντύπωση να ακούμε στο σπίτι μια άλλη γλώσσα πέρα από τα ελληνικά.

Της γιαγιάς της Μαρίκας δεν της άρεσε να φεύγει από το σπίτι. Ήθελε τη σειρά της. Τώρα την καταλαβαίνω γιατί έτσι ακριβώς είμαι κι εγώ.

Τότε τη ρωτούσαμε «ρε γιαγιά, ο παππούς θα πάει εκδρομή με τα ΚΑΠΗ στην Κρήτη, δε θες να πάτε παρεούλα;» Ο παππούς εντωμεταξύ δεν είχε καλύτερο από τις εκδρομές!

Μας απαντούσε η γιαγιά με την εξής υποθετική ιστορία: «τι να πάω να κάνω, καλέ, με αυτούς; Κάθονται και παίζουν χαρτιά με τις ώρες! Κι αν την ώρα που ταξιδεύουν, παίζει χαρτιά και ο καπετάνιος και ξαφνικά ανοίξει μια τρύπα στο πλοίο και δεν το καταλάβει κανείς;» Πόσο είχαμε γελάσει…

Ξυπνούσε κάθε πρωί και έκανε διατάσεις. «Κάνω τη γυμναστική μου», μας έλεγε. Και πραγματικά, μέχρι να φύγει ήταν ευκίνητη και αεράτη. Κοντούλα πολύ και δραστήρια όσο δεν πάει.

Δεν άκουγε καλά, αλλά δεν ήθελε με τίποτα να βάλει ακουστικά γιατί έλεγε «τι είμαι εγώ; γριά;». Έβλεπε στην τηλεόραση μόνο προγράμματα με υπότιτλους γιατί δεν ήθελε να τη βάζει τέρμα σε ένταση ή γιατί ίσως ενοχλούσε συνήθως τους υπόλοιπους. Όταν έβλεπε Φώσκολο, όμως, το έβαζε τέρμα, και πήγαινε και κολλούσε στην τηλεόραση κι έλεγε «τώρα εσείς ακούτε; Όλο μιλάνε ψου, ψου, ψου, από μέσα τους«.

Όταν καθόμασταν οι δυο μας και μιλούσαμε, επειδή εγώ είμαι πολυλογού και έλεγα όλο ιστορίες και νέα μου, μου έλεγε «τι ωραία που μιλάς και κουβεντιάζουμε, οι περισσότεροι βαριούνται να μιλήσουν!» κι εγώ έπαιρνα θάρρος και συνέχιζα την πολυλογία μου!!!

Διάβαζε πολλά βιβλία, κυρίως βίους αγίων κλπ. και φυσικά, τα ποιηματάκια πίσω από τις ημέρες στα κλασικά ημερολόγια τοίχου με τα γυαλάκια της. Ένα καλοκαίρι που ήμασταν εκεί διάβαζα τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη. Του έριξε μια ματιά και λέει «αχ το κορίτσι μου, διαβάζει για το Χριστό, πιστεύει σαν τη γιαγιά του

Σου έβγαζε την αίσθηση της σιγουριάς. Ότι είναι αυτάρκης και χαρούμενη με αυτά που είχε.

Πάντα ήταν αισιόδοξη, δεν γκρίνιαζε και δεν παραπονιόταν ποτέ.

Ειλικρινής, σε βαθμό να γίνεται ίσως και αγενής, κάποιες φορές, με τους δικούς της ανθρώπους, αλλά διπλωμάτισσα με αυτούς που δεν πολυσυμπαθούσε.

Την αγαπούσαν όλοι και πραγματικά στεναχωρήθηκαν πάρα πολλοί άνθρωποι όταν έφυγε..

Δεν είχε αρρωστήσει ποτέ και δεν της άρεσαν καθόλου οι γιατροί. Έφυγε μέσα σε ένα μήνα από όταν της διαγνώστηκε καρκίνος και πιστεύω ότι δεν πρόλαβε να ταλαιπωρηθεί, γιατί πραγματικά ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος…

Σήμερα συμπληρώνονται 8 χρόνια από τότε που έφυγε και κάθε μέρα κάτι θα σκεφτώ, κάπου θα φύγει το μυαλό μου και θα τη θυμηθώ. Γράφω, σήμερα, όλες αυτές τις μπερδεμένες αναμνήσεις, και νιώθω ότι είναι ακόμα εδώ.