Όπως και να επιλέξουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, πάντα θα βρεθεί κάτι να μας πούνε.
Μπορεί να είναι κάποιος από την οικογένειά μας, αλλά μπορεί να είναι και κάποιος εντελώς άγνωστος σε εμάς.
Τις συμβουλές που μας δίνονται, σίγουρα, τις εκτιμάμε και πιθανώς να μας βοηθήσουν.
Είναι και κάποιες φορές, όμως, που κάποια σχόλια καλύτερα να τα αγνοούμε και να τα προσπερνάμε.
Το κλειδί της υπόθεσης είναι να καταλάβουμε τι είναι αυτό που πρέπει να κρατήσουμε και αυτό που πρέπει να αγνοήσουμε.
Αυτό θα μας βοηθήσει να διαχωρίσουμε τις πραγματικά χρήσιμες συμβουλές από τις καθόλου χρήσιμες κριτικές.
Πώς να χειριστούμε τις ανεπιθύμητες συμβουλές;
Πριν «τσιμπήσουμε» σε ένα επικριτικό σχόλιο ας σκεφτούμε: Ζήτησα αυτή τη συμβουλή; Επέτρεψα να ανοίξει μια σχετική συζήτηση; Αν ισχύει αυτό, τότε πραγματικά πρέπει να επιτρέψω στον απέναντί μου να μοιραστεί τις σκέψεις του μαζί μου.
Είναι δύσκολο όταν ζητάμε βοήθεια και δεν μας αρέσει η απάντηση που παίρνουμε. Σε αυτή την περίπτωση, δε θα πρέπει να τον κατηγορήσουμε που μας είπε τη γνώμη του, αλλά να του διευκρινίσουμε τι χρειαζόμαστε: Αντί να ρωτήσουμε έναν φίλο ή μέλος της οικογένειας τι πιστεύουν, να ζητήσουμε συγκεκριμένα την υποστήριξή τους: «Αποφάσισα να το κάνω αυτό. Ξέρω ότι μπορεί να μην συμφωνείς, αλλά αυτό που χρειάζομαι από εσένα είναι να με στηρίξεις» …ή οτιδήποτε άλλο τελοσπάντων.
Αν ζητάμε συμβουλές, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τις ακούσουμε: να μπορούμε να αποδεχθούμε ότι μπορεί να μας πουν κάτι που δε θα μας αρέσει, που θα είναι δύσκολο να ακούσουμε.
Το βασικότερο όλων είναι να ζητάμε συμβουλές από άτομα που γνωρίζουν το αντικείμενο ή έχουν παρόμοια εμπειρία. Δεν μπορώ πχ να ρωτήσω τον πατέρα μου τι κάνω όταν το μωρό έχει πρόβλημα με το θηλασμό.
Όταν, όμως, οι συμβουλές μάς έρχονται ανεπιθύμητες, χωρίς να τις έχουμε ζητήσει, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί αυτό το άτομο μάς ασκεί κριτική: νοιάζεται πραγματικά για εμάς και την οικογένειά μας; Το κάνει με σεβασμό και αγάπη; Θα πρέπει να θέσουμε τα όριά μας.
Αν φαίνεται να έχουν θετική πρόθεση, ίσως να συγκρατήσουμε μια υπερβολικά αμυντική αντίδραση.
Αλλά να ζυγίσουμε τα σχόλιά τους: Έχουν αξία; Τα εφαρμόζουμε ή τα απορρίπτουμε… Κάποιες φορές ίσως είναι καλύτερα να επικεντρωθούμε στην καρδιά τους παρά στις συμβουλές τους. Να αποφασίσουμε, δηλαδή, ότι η συμβουλή του πιθανώς είναι καλοπροαίρετη, αλλά είναι ανεπιθύμητη.
Αν μας είναι δύσκολο να αγνοήσουμε τα σχόλιά τους, θα πρέπει να ενημερώσουμε το συνομιλητή μας ότι αισθανόμαστε καλά με τις μεθόδους γονικής ανατροφής που έχουμε εφαρμόσει και ότι δεν ψάχνουμε συμβουλές για το θέμα.
Μερικές φορές, βέβαια, ίσως παρερμηνεύουμε τις συμβουλές ή υπεραναλύουμε αυτό που πραγματικά ειπώθηκε. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στα social media: βγάζουμε συμπεράσματα για το ύφος του άλλου ή «διαβάζουμε ανάμεσα στις γραμμές», συμπληρώνοντας το νόημα που εμείς υποθέτουμε.
Ειδικά στις συζητήσεις σχετικά με την ανατροφή των παιδιών, θα πρέπει να είμαστε καλός ακροατής, να ζητήσουμε διευκρινίσεις, να είμαστε σίγουροι για αυτό που θέλει ο συνομιλητής μας να μας πει.
Η τεχνολογία, η ηλεκτρονική επικοινωνία κάνει πολύ εύκολη την παρερμηνεία των σχολίων κάποιου: δεν μπορούμε να ακούσουμε την κλίση και τον τόνο της φωνής του άλλου, οπότε ή μη δίνετε σημασία ή συναντηθείτε με τον άλλον face to face.
Κάποιες φορές, τυχαίνει να έχουμε πρόβλημα με το ίδιο το άτομο και όχι με αυτά που λέει.
Κάποιες φορές ως γονείς, υψώνουμε ένα τείχος άμυνας. Μπορεί να είμαστε απογοητευμένοι από τη συμπεριφορά των παιδιών μας, μπορεί να νιώθουμε σαν να μας επικρίνουν πάντα οι άλλοι. Μπορεί κάθε τους σχετικό σχόλιο να μοιάζει με μαχαιριά στην καρδιά.
Ακούμε, λοιπόν, χωρίς να απαντάμε, χωρίς να αισθανόμαστε ότι πρέπει να απολογηθούμε για τις επιλογές μας.
Η απλή ειλικρίνεια μπορεί να βοηθήσει στην εκτόνωση της κατάστασης. Μπορεί να πούμε πχ στο μέλος της οικογένειάς μας που μας επέκρινε ότι αυτό το θέμα μας κάνει να αισθανόμαστε λίγο άσχημα ή να το ενημερώσουμε ότι αυτή τη στιγμή αυτό που χρειαζόμαστε είναι ενθάρρυνση και όχι προτάσεις και ιδέες.
Την επόμενη φορά που θα νιώσουμε να βγαίνουν καπνοί από τα αυτιά μας, πριν κάνουμε οτιδήποτε, ας σκεφτούμε πριν αντιδράσουμε, ας σκεφτούμε αν αξίζει τον κόπο.
Αλλά ας πάμε και στην άλλη πλευρά…
Εμείς γιατί κρίνουμε τους άλλους γονείς;
Η κριτική για τη γονική μέριμνα άλλων γονιών φαίνεται να έχει γίνει ένα ιδιαίτερα δημοφιλές «χόμπι» τα τελευταία χρόνια: γιατί πίνει από το μπουκάλι και δε θηλάζει, γιατί τρώει έτοιμο γεύμα, γιατί το φώναξες, γιατί το έβαλες τιμωρία, γιατί το αφήνεις μόνο του να πάει σχολείο, γιατί δεν το αφήνεις να πάει σχολείο μόνο του, γιατί του αγόρασες τάμπλετ, γιατί του αγόρασες πατατάκια, γιατί του δίνεις αναψυκτικά, γιατί του δίνεις το κινητό σου στην καφετέρια, γιατί τρέχει ανάμεσα στα τραπέζια και κάνει φασαρία…
Αλλά ανεξάρτητα από το αν οι μαμάδες ή οι μπαμπάδες είναι ο στόχος της «χολής», η πρακτική της «διείσδυσης» στη γονική συμπεριφορά άλλων ανθρώπων συνεχίζει να αυξάνεται συνεχώς.
Γιατί οι γονείς σήμερα είναι τόσο αποφασισμένοι να φωνάζουν ο ένας τον άλλον;
Είναι τόσο εύκολο για τους ανθρώπους να σχολιάσουν…
Κι ας είναι μια φράση που πετάνε έτσι, χωρίς σκοπό.
Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας σε αυτήν την κοινωνία όπου ανεβάζουμε μια φωτογραφία του παιδιού μας ντυμένο νίντζα και κάποιος θα πει «Πωπω, μεγαλώνεις έναν δολοφόνο» ή «Ντύνεις το παιδί σου με ύφασμα που μπορεί να του προκαλέσει αλλεργία» ή το πιο απλό και καθημερινό «ανεβάζεις το παιδί σου στο ίντερνετ».
Είναι δύσκολο να είσαι ασφαλής σε μια κοινωνία που είναι τόσο ανασφαλής, που απλά αμφισβητεί και κρίνει κάθε μικρό πράγμα.
Αυτή η ανασφάλεια, κατά πάσα πιθανότητα και χωρίς να είμαι επαγγελματίας ούτε να έχω εξειδικευμένη γνώση, πηγάζει από το άγχος μας ως γονείς.
Για να απαλύνουμε τους φόβους μας, αυξάνουμε τρελά τις προσπάθειές μας να βάλουμε τα παιδιά μας στο «σωστό» σχολείο, να συναντήσουμε τους «σωστούς» φίλους και να ακολουθήσουμε τις «σωστές» δραστηριότητες και αθλήματα.
Η υπερκριτική ματιά μας στην ανατροφή των άλλων γονιών ίσως είναι ένα είδος ανταγωνισμού ή μιας ανασφάλειας για το αν κάνουμε τελικά το σωστό.
Οι συγκρίσεις μας με τους άλλους και το να τους «βγάλουμε σκάρτους» προφανώς μας καθησυχάζουν, μας κάνουν να νιώθουμε ότι εμείς τα πάμε καλά.
Μπορεί να κάνουμε κάποιον να νιώσει άσχημα ακόμα και να πει ότι ασχολήθηκε με τον εαυτό του, ότι δεν είναι τα παιδιά του η νο 1 προτεραιότητά του, ότι εργάζεται πάρα πολύ, ότι δεν περνά όλο τον ελεύθερο χρόνο του με τα παιδιά του ή ότι δεν παίζει μαζί τους.
Είναι πολύ εύκολο να αμφισβητούμε τον εαυτό μας ξανά και ξανά.
Και επειδή εμπλεκόμαστε συναισθηματικά, μερικές φορές είναι δύσκολο να δούμε κάποιες εμπειρίες πέρα από το δικό μας «φίλτρο».
Ο πρώτος και καλύτερος συνεργάτης μας στην ανατροφή των παιδιών είναι ο σύντροφός μας. Κάποιος που έχει άμεση σχέση και κοινή ευθύνη για το παιδί μας. Όταν έχουμε ένα ενιαίο μέτωπο, δεν χειριζόμαστε μόνο την ανατροφή των παιδιών, αλλά μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον μέσω των αδύναμων σημείων μας.
Οι φίλοι και η οικογένεια μπορούν, επίσης, να είναι ένας καλός σύμβουλος που θα μας δώσει τις δικές του εμπειρίες και νέες προοπτικές. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι κάθε παιδί είναι μοναδικό όπως και η δυναμική της σχέσης μας μαζί του. Να ακούσουμε τι λειτούργησε για κάποιον άλλο, αλλά να αναγνωρίσουμε τους διαφορετικούς παράγοντες στο παιχνίδι και να προσαρμόσουμε ή ακόμη και να αγνοήσουμε τις συμβουλές, αν αυτό πρέπει να γίνει για τις ξεχωριστές ανάγκες του παιδιού μας.
Υπάρχουν πολλοί «ειδικοί» εκεί έξω, αλλά κανείς δεν γνωρίζει το παιδί μας όπως εμείς. Εμείς είμαστε ο «ειδικός» σε αυτό το θέμα.
Ο καλύτερος τρόπος για να χτίσουμε την αυτοπεποίθησή μας ως γονείς είναι να κοιτάξουμε το παιδί μας και να ακολουθήσουμε το ένστικτό μας.
Το ότι μας απασχολεί τόσο σημαίνει ότι κάτι κάνουμε καλά. Θα κάνουμε και πολλά λάθη, θα κάνουμε και κάποια σωστά.Τα παιδιά μας, αν είμαστε δίπλα τους και τα ακούμε, τα στηρίζουμε και τα αφήνουμε να «ανοίξουν τα φτερά τους» θα τα πάνε μια χαρά.
Αγωνιστικούς χαιρετισμούς, γονείς!