Όσα θυμάμαι από την Πόντια γιαγιά μου

Η μαμά της μαμάς μου ήταν η Πόντια γιαγιά Μαρίκα.

Ζούσε με τον παππού μου το Λάζαρο στο Ζαχαράτο, ένα χωριό δίπλα στο Κιλκίς. Μέχρι να πάρουν σύνταξη ασχολούνταν με τις αγελάδες τους και μάλιστα τους είχαν και ονόματα!

Πηγαίναμε εκεί κάθε καλοκαίρι και Πρωτοχρονιά. Τα καλοκαίρια κάναμε βόλτες στο χωριό και πηγαίναμε κοντινές εκδρομούλες και το χειμώνα περιμέναμε κοιτώντας από το παράθυρο πώς και πώς να χιονίσει.

Όταν ήμασταν μικρές με την αδερφή μου μέναμε καιρό στο χωριό τα καλοκαίρια και ενθουσιαζόμασταν με όλα αυτά τα μικρά πράγματα.

Αυτή η γυναίκα ήταν πραγματικά ακούραστη.

Θεωρούσε πάντα πως σκοπός μας είναι να αξιοποιούμε κάθε λεπτό του χρόνου μας και κάθε μικρό πραγματάκι που διαθέτουμε.

Έφτιαχνε μόνη της σάλτσες, γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες, τουρσιά κλπ, είχε το δικό της μπαχτσέ, τον κήπο με τα λαχανικά της. Η μυρωδιά της φρέσκιας ντομάτας μου θυμίζει τόσο πολύ τη γιαγιά μου.

Επιδιόρθωνε μόνη της τα ρούχα τους γιατί ήταν σπουδαία μοδίστρα. Παλιά έφτιαχνε δικά της ρούχα για όλους μας.

Πρέπει να είχε στην ντουλάπα της σίγουρα 10 πυτζάμες και αμέτρητα ζευγάρια κάλτσες, στη συσκευασία τους ακόμα, αφού επέμενε να μπαλώνει όλα τους τα ρούχα.

Είχε και μια ξύλινη ραπτομηχανή. Ακόμα θυμάμαι τα μικρά της συρταράκια που πάντα ψάχναμε με την αδερφή μου για μικρούς «θησαυρούς». Θυμάμαι και τη μυρωδιά αυτής της ραπτομηχανής.

Τρελαινόταν να μας κάνει να γελάμε.

Έκανε ότι δεν καταλάβαινε τι εννοούσαμε κι εμείς ξεκαρδιζόμασταν. Πάντα ξέραμε ότι δεν τα εννοεί, αλλά και πάλι μας φαινόταν τόσο αστείο.

Φορούσαμε τζιν με σκισίματα ή μπλουζάκια πολύ κοντά και έλεγε «έλα να σου το ράψω» ή «καλέ, σου είναι μικρό αυτό!».

Καθόταν δίπλα μου με την ποδιά της, που τη φορούσε σχεδόν μόνιμα, και της έλυνα το κορδόνι και πάντα -μα πάντα- προσποιούταν ότι την πάτησε!

Έπαιρνε τα χέρια μου μέσα στα δικά της τα τόσο δουλεμένα και ταλαιπωρημένα κι έλεγε «χάρτινα χεράκια».

Κάποια στιγμή μάς επισκέφθηκε στο Αιτωλικό. Θυμόταν ότι κάναμε πλάκα με ένα πολύ παλιό ξύλινο βαλιτσάκι της, του οποίου το κούμπωμα είχε χαλάσει και έδενε με σύρμα. Οπότε ήρθε στο Αιτωλικό με αυτό το βαλιτσάκι. Πραγματικά στρίμωξε εκεί τα πράγματά της μόνο για να μας κάνει αυτή την πλάκα!

Μας έλεγε συνέχεια ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια.

Την ακούγαμε τόσο προσεκτικά κι ας είχαμε ακούσει κάθε ιστορία χίλιες φορές. Τα περιέγραφε τόσο παραστατικά.

Μας έλεγε για το σχολείο της, για κάποιον γονιό που δεν ήξερε καλά ελληνικά και έλεγε στο δάσκαλο κάθε πρωί «Καλημέρα, τράσκαλε!»
Κάθε φορά, λοιπόν, που μας καλημέριζε, σχεδόν όλα τα χρόνια, μας έλεγε «καλημέρα, τράσκαλε!» κι εμείς πάντα γελούσαμε!

Για πρωινό μας έφτιαχνε αυγόφετες, πισιά ή χτυπητό αυγό! Το λάτρευα και ακόμα το τρώω το χτυπητό αυγό. Το χτυπούσε με το κουτάλι στην κούπα κι έλεγε «αφρό σου το έκανα!» Αργότερα εκσυγχρονίστηκε και έφτιαχνε και κρέπες!

Μαγείρευε πάντα στο ξεχωριστό κουζινάκι που είχε, όπως πολλά σπίτια παλιότερα, παρόλο που είχε ολοκαίνουρια κουζίνα μέσα στο σπίτι. Τη θυμάμαι πάντα με μια λεκανίτσα με λερωμένο νερό, αφού είχε πλύνει τα πιάτα, να βγαίνει από το κουζινάκι και να τη ρίχνει στο δρόμο. Είχε λερώσει τα αυτοκίνητά μας από κάτω πάρα πολλές φορές!! Και πάντα καθόταν να φάει, αφού είχαμε τελειώσει όλοι το φαγητό μας, για να είναι σίγουρη ότι θα μας περιποιηθεί και δε θα μας λείψει τίποτα.

Έρχονταν φίλες της από το χωριό ή την έπαιρναν τηλέφωνο να τους πει τον καφέ ή να τους εξηγήσει το όνειρο που είδαν. Όταν της λέγαμε εμείς να μας πει τον καφέ έλεγε «εσείς κοριτσάκια είστε, μην τα πιστεύετε αυτά!» Αλλά μετά έπαιρνε στα χέρια της το φλυτζάνι και έκανε μορφασμούς, δηλώνοντας ότι κάτι είχε ανακαλύψει!

Ένας πολύ απλός και ουσιαστικός άνθρωπος που έδινε μεγάλη αξία στις σχέσεις μας με τους άλλους.

Ένα μήνα πριν φύγει, ήταν άρρωστη και ξαπλωμένη στον κλασικό της καναπέ στο καθιστικό και πήγαμε να τη δούμε. Μου λέει «είσαι πάντα καλή με όλους. Να προσέχεις τους δικούς σου και να αγαπάς και τα πεθερικά σου σαν να είναι γονείς σου. Να τους προσέχεις και να μην τους στεναχωρήσεις ποτέ

Αυτή έζησε και μεγάλωσε την οικογένειά της, τα τρία της παιδιά, με τα πεθερικά της στο ίδιο σπίτι και μάλιστα η πεθερά της, η προγιαγιά μου έφυγε μετά τα 90 της χρόνια. Μεταξύ τους, δε, μιλούσαν τούρκικα, αφού αυτή ήταν η μητρική γλώσσα της προγιαγιάς και η γιαγιά μου τα είχε μάθει πολύ καλά με τόσα χρόνια συγκατοίκηση.Τούρκικα έμαθαν λόγω της προγιαγιάς και η μαμά μου με τα αδέρφια της.

Όταν ήμασταν μικρές, μας έκανε τρομερή εντύπωση να ακούμε στο σπίτι μια άλλη γλώσσα πέρα από τα ελληνικά.

Της γιαγιάς της Μαρίκας δεν της άρεσε να φεύγει από το σπίτι. Ήθελε τη σειρά της. Τώρα την καταλαβαίνω γιατί έτσι ακριβώς είμαι κι εγώ.

Τότε τη ρωτούσαμε «ρε γιαγιά, ο παππούς θα πάει εκδρομή με τα ΚΑΠΗ στην Κρήτη, δε θες να πάτε παρεούλα;» Ο παππούς εντωμεταξύ δεν είχε καλύτερο από τις εκδρομές!

Μας απαντούσε η γιαγιά με την εξής υποθετική ιστορία: «τι να πάω να κάνω, καλέ, με αυτούς; Κάθονται και παίζουν χαρτιά με τις ώρες! Κι αν την ώρα που ταξιδεύουν, παίζει χαρτιά και ο καπετάνιος και ξαφνικά ανοίξει μια τρύπα στο πλοίο και δεν το καταλάβει κανείς;» Πόσο είχαμε γελάσει…

Ξυπνούσε κάθε πρωί και έκανε διατάσεις. «Κάνω τη γυμναστική μου», μας έλεγε. Και πραγματικά, μέχρι να φύγει ήταν ευκίνητη και αεράτη. Κοντούλα πολύ και δραστήρια όσο δεν πάει.

Δεν άκουγε καλά, αλλά δεν ήθελε με τίποτα να βάλει ακουστικά γιατί έλεγε «τι είμαι εγώ; γριά;». Έβλεπε στην τηλεόραση μόνο προγράμματα με υπότιτλους γιατί δεν ήθελε να τη βάζει τέρμα σε ένταση ή γιατί ίσως ενοχλούσε συνήθως τους υπόλοιπους. Όταν έβλεπε Φώσκολο, όμως, το έβαζε τέρμα, και πήγαινε και κολλούσε στην τηλεόραση κι έλεγε «τώρα εσείς ακούτε; Όλο μιλάνε ψου, ψου, ψου, από μέσα τους«.

Όταν καθόμασταν οι δυο μας και μιλούσαμε, επειδή εγώ είμαι πολυλογού και έλεγα όλο ιστορίες και νέα μου, μου έλεγε «τι ωραία που μιλάς και κουβεντιάζουμε, οι περισσότεροι βαριούνται να μιλήσουν!» κι εγώ έπαιρνα θάρρος και συνέχιζα την πολυλογία μου!!!

Διάβαζε πολλά βιβλία, κυρίως βίους αγίων κλπ. και φυσικά, τα ποιηματάκια πίσω από τις ημέρες στα κλασικά ημερολόγια τοίχου με τα γυαλάκια της. Ένα καλοκαίρι που ήμασταν εκεί διάβαζα τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη. Του έριξε μια ματιά και λέει «αχ το κορίτσι μου, διαβάζει για το Χριστό, πιστεύει σαν τη γιαγιά του

Σου έβγαζε την αίσθηση της σιγουριάς. Ότι είναι αυτάρκης και χαρούμενη με αυτά που είχε.

Πάντα ήταν αισιόδοξη, δεν γκρίνιαζε και δεν παραπονιόταν ποτέ.

Ειλικρινής, σε βαθμό να γίνεται ίσως και αγενής, κάποιες φορές, με τους δικούς της ανθρώπους, αλλά διπλωμάτισσα με αυτούς που δεν πολυσυμπαθούσε.

Την αγαπούσαν όλοι και πραγματικά στεναχωρήθηκαν πάρα πολλοί άνθρωποι όταν έφυγε..

Δεν είχε αρρωστήσει ποτέ και δεν της άρεσαν καθόλου οι γιατροί. Έφυγε μέσα σε ένα μήνα από όταν της διαγνώστηκε καρκίνος και πιστεύω ότι δεν πρόλαβε να ταλαιπωρηθεί, γιατί πραγματικά ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος…

Σήμερα συμπληρώνονται 8 χρόνια από τότε που έφυγε και κάθε μέρα κάτι θα σκεφτώ, κάπου θα φύγει το μυαλό μου και θα τη θυμηθώ. Γράφω, σήμερα, όλες αυτές τις μπερδεμένες αναμνήσεις, και νιώθω ότι είναι ακόμα εδώ.