Σε τι κόσμο φέραμε τα παιδιά μας

Περνούν οι μέρες και παρακολουθούμε συγκλονισμένοι με τα αυτιά μας τεντωμένα όλα τα ανήκουστα που συμβαίνουν στην Ελλάδα του 2021. Έχει σηκωθεί το χαλί και βλέπουμε από κάτω όλα όσα κρύβονταν τόσα χρόνια. Και μαζεύονταν, και μαζεύονταν. Και ακόμα ίσως δεν έχει τελειώσει τίποτα. 

Και έχουμε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Αλλά δεν μπορούμε να μείνουμε και με τα χέρια σταυρωμένα.

Η σκέψη των γονιών είναι πώς μπορούμε να προστατέψουμε τα παιδιά μας, πώς μπορούμε να διαφυλάξουμε ότι θα μείνουν ασφαλή. 

Αλλά αυτό δεν είναι θέμα (μόνο) γονιού. 

Ακούσαμε ότι τα παιδιά που πέφτουν θύμα αποπλάνησης «δεν έχουν γονείς να τα προσέξουν» ή ότι λογικό είναι να πάρουν «το στραβό δρόμο» γιατί είναι από οικογένεια που είχε προβλήματα κλπ ή ότι δεν έχουν την κατάλληλη ενημέρωση, εκπαίδευση, μόρφωση κλπ. 

Ναι, όλα αυτά μπορεί να παίζουν ρόλο. 

(Προσπαθούμε να) μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με όλα τα απαραίτητα εφόδια, με αγάπη, με στοργή, με υπομονή, με δύναμη, με ενσυναίσθηση, με κατανόηση.

Να μάθουν ποιοι είναι, να αναπτύξουν τα μοναδικά τους χαρίσματα, να στηρίζουν τους άλλους, να αποδέχονται και να αγκαλιάζουν τη διαφορετικότητα, να λένε την αλήθεια τους, να μη διστάζουν να εκφράζουν αυτό που αισθάνονται. 

Και μπορεί να μην είμαστε όλοι οι τέλειοι γονείς. 

Μπορεί να κάνουμε χίλια λάθη. 

Μπορεί να μην ξέρουμε πώς να φερθούμε σε όλες τις περιπτώσεις. 

Μπορεί να δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε όλες τις καταστάσεις. 

Μπορεί να είμαστε πολύ αυστηροί με τα παιδιά μας. 

Μπορεί να μην είμαστε πολύ αυστηροί με τα παιδιά μας. 

Μπορεί να τα κακομαθαίνουμε. 

Μπορεί να μην ασχολούμαστε όσο πρέπει. 

Μπορεί να ασχολούμαστε πάρα πολύ. 

Μπορεί….

Μπορεί…. 

Αλλά το παλεύουμε. 

Κάνουμε ό, τι μπορούμε. 

Το παλεύουμε κάθε μέρα.

Και προσπαθούμε να τους ετοιμάσουμε για μια κοινωνία που στα μάτια μας πλέον φαντάζει τρομακτική. 

Γιατί όσα λάθη κι αν κάνουμε, όσο άσχημα κι αν χειριζόμαστε μια κατάσταση, όσο δύσκολα κι αν περνάνε τα παιδιά μας στην οικογένεια, όπως κι αν είναι η οικογένειά μας, την ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις δεν την έχουν ούτε τα παιδιά, ούτε οι γονείς. 

Την ευθύνη όταν κάποιος ενήλικας αποπλανεί ανήλικο την έχει πάντα ο ενήλικας. 

Ο ενήλικας που αποπλανεί είναι ο θύτης. 

Ο ενήλικας που αποπλανεί ευθύνεται αποκλειστικά για την αποπλάνηση. 

Ο ενήλικας που αποπλανεί πρέπει να λογοδοτήσει. 

Όσο κι αν «βολεύει» επικοινωνιακά, όσο κι αν εξυπηρετεί για την έκβαση της δίκης, όσο κι αν θα βοηθήσει στη θετική για το θύτη ετυμηγορία, ΦΤΑΙΕΙ Ο ΕΝΗΛΙΚΑΣ ΠΟΥ ΑΠΟΠΛΑΝΕΙ.

Σήμερα γράφω γιατί με απασχολεί το μέλλον των παιδιών μου. 

Γράφω γιατί ψάχνω να βρω την ελπίδα που σίγουρα κάπου θα κρύβεται. 

Γράφω γιατί δεν μπορώ να μη θυμώνω, δεν μπορώ να μη μιλάω, δεν μπορώ να προσποιούμαι ότι δε βλέπω… 

Γράφω γιατί, ρε φίλε, δεν μπορώ να καταλάβω… 

Όταν τσακώνονται τα παιδιά μας

Μα γιατί δεν μπορούν απλά να τα πάνε καλά;

Γιατί δεν μπορούν να μείνουν μονοιασμένα για μια ώρα;

Γιατί δεν μπορούν έστω να συνυπάρξουν χωρίς προβλήματα; 

Ας το παραδεχτούμε – ανεξάρτητα από το πόσο ωραία παίζουν τα παιδιά για ένα λεπτό, μια ώρα, δύο ώρες (και πολύ λέω), αμέσως μετά ξεκινάνε οι χαρακτηρισμοί, τα νεύρα οι φωνές, ακόμα και τα δάκρυα και οι «μάχες» στα χέρια.

Είναι αναπόφευκτο, το ξέρω και πρέπει να το πάρω απόφαση. Κι εμείς έτσι κάναμε με τα αδέρφια μας κλπ κλπ. Αλλά υπάρχει κάτι που – περισσότερο διαβάζοντας, παρά εμπειρικά – με ταρακούνησε στους αδερφικούς καβγάδες. Υπάρχει μια παγίδα σε όλη αυτή την απλούστευση του «ανταγωνισμού» ανάμεσα στα αδέρφια.

Δεν είναι τόσο απλό όσο το «κι εμείς έτσι κάναμε». 

Παρόλο που οι καβγάδες ανάμεσα στα αδέρφια είναι συνηθισμένο φαινόμενο στις οικογένειες, ανέκαθεν ήταν, υπάρχουν κάποια πράγματα στα οποία οι γονείς πρέπει να  δώσουν ιδιαίτερη σημασία.

Δεν υπάρχει το «αφού με τον ίδιο τρόπο μεγαλώνουν». 

Δεν μπορεί ο γονιός να ισχυριστεί ότι η συμπεριφορά του είναι πανομοιότυπη σε όλα τα παιδιά του. Ούτε η εμπειρία του σαν γονιός είναι ίδια, ούτε η διάθεσή του είναι η ίδια, ούτε ο ίδιος ο χαρακτήρας του μπορεί να είναι ίδιος. Η ίδια η δυναμική στην οικογένεια είναι διαφορετική όταν έρχεται το πρώτο παιδί της οικογένειας. Είναι διαφορετική κι όταν έρχεται το δεύτερο παιδί, ενώ υπάρχει ήδη δηλαδή ένα παιδί στο σπίτι κ.ο.κ.

Είμαι μαμά 3 παιδιών και έχω διαβάσει, έχω συζητήσει, έχω ψάξει για το θέμα όσο μπορώ. Πλέον ξέρω καλά ότι ευθύνομαι για πολλές από τις συμπεριφορές των παιδιών μου και φυσικά (θέλω να πιστεύω ότι) γνωρίζω τις (μεγάλες) διαφορές στη συμπεριφορά μου, τις διακρίσεις που έχω κάνει και κάνω ακόμα στα τρία μου παιδιά. 

Δεν υπάρχει τίποτα πιο ικανοποιητικό από το να βλέπεις τα παιδιά σου να παίζουν όμορφα μαζί, να μιλάνε, να συνεννοούνται, να στηρίζει το ένα το άλλο εντός και εκτός σπιτιού. 

Το βιβλίο των Faber Adele και Mazlish Elaine «Αδέλφια, όχι αντίπαλοι. Βοηθήστε τα παιδιά σας να ζουν μαζί αρμονικά«* μου το έφερε δώρο η αδερφή μου και ενώ είχα γίνει για δεύτερη φορά μαμά. 

Κατάφερα να το διαβάσω πριν λίγο καιρό. Μάλλον τώρα αισθάνθηκα τόσο έντονα την ανάγκη να βρω μια λύση σε όλους αυτούς τους καβγάδες, σε όλα αυτά τα νεύρα και τις φωνές. 

Εξάλλου, αν τα αδέλφια είναι χαρούμενα, η μαμά είναι ευτυχισμένη! Τρου στόρι. 

Γιατί, λοιπόν, υπάρχει αυτή η αδελφική αντιπαλότητα;

Πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε το ζήτημα από την οπτική των παιδιών μας: το πρώτο παιδί μας ήταν το μοναδικό επίκεντρο της προσοχής μας.  Με την πρώτη φορά που μας μιλούσε απαντούσαμε, με το που μας ζητούσε κάτι το κάναμε, παίζαμε μαζί του συνέχεια και δε χρειάστηκε να μοιραστεί τον χρόνο ή τα παιχνίδια του με κανέναν.

Ύστερα ήρθε το μωρό…

Ένας άγνωστος με άγνωστες προθέσεις και σκοπούς, που είναι το νούμερο ένα θέμα συζήτησης εδώ και 8-9 μήνες, και τώρα η μαμά πρέπει να ταΐσει το νέο μέλος, να το κοιμήσει, να περιμένει ο μπαμπάς να τελειώσει την αλλαγή της πάνας του για να μπορέσει να παίξει μαζί του. Και να του κάνουν και παρατηρήσεις ότι μιλάει δυνατά, ότι πρέπει αναγκαστικά να κατανοήσει τις ανάγκες του μωρού, ότι είναι ο μεγάλος και πρέπει να συμπεριφέρεται ανάλογα.

Όσο τα παιδιά μεγαλώνουν, ανταγωνίζονται για το χρόνο των γονιών αλλά και για τα ίδια παιχνίδια και όσο το μικρότερο αδερφάκι γίνεται πιο ανεξάρτητο, «ξεσηκώνεται» γιατί «κουράστηκε» να του κάνει κουμάντο ο μεγάλος αδερφός.

Με άλλα λόγια, αυτό που διάβασα και στο βιβλίο και το έχω διαβάσει και σε άλλα βιβλία για σχολές γονέων κλπ, το ερώτημα είναι λογικό: πώς θα αισθανόμασταν αν ο σύζυγός μας έφερνε στο σπίτι κάποια άλλη σύζυγο και περίμενε να την καλοδεχτούμε; Αυτό, λοιπόν. Κάπως το κατανοούμε λίγο τώρα, ε;

Επειδή τα μικρά παιδιά δεν είναι σε θέση να εκφράσουν αυτές τις απογοητεύσεις προφορικά, το κάνουν με κακή συμπεριφορά – αρνούνται να μοιραστούν, χτυπάνε, σπρώχνουν, φωνάζουν κ.λπ.

Πώς μπορούμε να σταματήσουμε αυτόν τον αδελφικό ανταγωνισμό;

Αν και δεν μπορούμε να σταματήσουμε εντελώς τον ανταγωνισμό των παιδιών μας, θα μπορούσαμε, ίσως, να μειώσουμε τη συχνότητά τους και να διασφαλίσουμε ότι τα παιδιά μας δε θα «κουβαλάνε» αυτόν τον ανταγωνισμό και όσο μεγαλώνουν με απωθημένα και αισθήματα αδικίας. Κι αν μπορούμε να έχουμε και λιγότερες φωνές και περισσότερη ηρεμία στο σπίτι, χίλιες φορές καλοδεχούμενα!

Τι μου έμεινε από το βιβλίο, λοιπόν, και τι με βοήθησε λίγο τον τελευταίο καιρό να διαχειρίζομαι όσο πιο αποτελεσματικά μπορώ -και όσο μου το επιτρέπει η ψυχραιμία και η κατάστασή μου φυσικά- τις «ομηρικές μάχες»:

1. Δε βάζουμε ταμπέλες

Γενικά μας είναι πολύ εύκολο να βάζουμε ταμπέλες στους ανθρώπους και να τους κατηγοριοποιούμε – ο έξυπνος, ο δημοφιλής, ο αθλητικός, ο ταλαντούχος κ.λπ. Οι ταμπέλες μας βοηθούν να κατηγοριοποιήσουμε πράγματα και καταστάσεις.

Όταν, όμως, πρόκειται για τα παιδιά μας, οι ταμπέλες (εσκεμμένες ή ακούσιες) αυξάνουν δραματικά τον ανταγωνισμό μεταξύ των αδελφών. Σκεφτείτε το. Όταν μιλάμε για το «μαθηματικό μυαλό» μας, τον «ιδιότροπο στο φαγητό», τον «γκρινιάρη» μας, το «φωνακλά» μας, το «ντροπαλό» μας κάνουμε συγκρίσεις μεταξύ των παιδιών μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε.

Όταν αναφερόμαστε σε ένα παιδί ως «αθλητικό», το άλλο παιδί σκέφτεται αυτόματα ότι «δεν είμαι το αθλητικό» (οπότε γιατί να το δοκιμάσει) ή όταν ένα παιδί είναι «πολύ καλό στο φαγητό», το άλλο υποθέτει ότι λογικά ο ίδιος είναι ο ιδιότροπος.

Με την «κατηγοριοποίηση» των παιδιών μας, τοποθετούμε ακούσια τα παιδιά σε έναν ρόλο – είτε τους αρέσει είτε όχι – και δημιουργούμε συγκρίσεις μεταξύ των αδελφών. Αυτό το ένιωσα και με την αδερφή μου μεγαλώνοντας, αλλά ευτυχώς δεν επηρέασε τη μεταξύ μας σχέση. Εγώ ήμουν αυτή που «ξυπνούσε εύκολα» οπότε είχα την ευθύνη να την ξυπνήσω για το σχολείο, να είμαι σίγουρη ότι θα φτάσουμε έγκαιρα. Αυτή ήταν η πιο θαρραλέα, οπότε πάντα ένιωθε ότι πρέπει να με προστατέψει. Εγώ ήμουν η πιο υποχωρητική και πιο χαμογελαστή, οπότε κουβαλάει μέχρι σήμερα την ταμπέλα της γκρινιάρας και απαιτητικής, ρόλο τον οποίο τον κουβαλούσε για πολλά χρόνια. Αυτό ήταν κακό και γι’αυτή, αλλά και για μένα που θεωρούσα ότι «δε με παίρνει» να γίνω γκρινιάρα ή απαιτητική και ήθελα πάντα να έχω το ρόλο του «καλού παιδιού» που κάνει χαρούμενους τους γονείς του.

Όταν αφήσουμε τις ταμπέλες, θα διαπιστώσουμε γρήγορα ότι δίνουμε στο «όχι τόσο αθλητικό» παιδί μας την ευκαιρία να λάμψει ακόμα κι αν δεν είναι αστέρι.  Δίνουμε στο μαθητή που δεν παίρνει τόσο καλούς βαθμούς, την ευκαιρία να είναι περήφανος για τη σκληρή δουλειά του. Δίνουμε στο «άγριο, ζωηρό παιδί» την ευκαιρία να κάνει το σωστό.

Το κλειδί είναι να επικροτήσουμε τα θετικά χαρακτηριστικά, όπως την ομαδικότητα, την επιμονή, την καλοσύνη. Τα αδέλφια μπορούν να μάθουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αντί να ανταγωνίζονται για την έγκριση των γονιών τους.

2. Διαχειριζόμαστε την προσοχή που τους δίνουμε

 Ένας από τους βασικούς λόγους που παλεύουν τα παιδιά είναι να κερδίσουν την προσοχή των γονιών τους – στα μάτια τους, ακόμη και η αρνητική προσοχή είναι καλύτερη από το τίποτα.

Για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη προσοχής των παιδιών μας, μια ωραία λύση θα ήταν να σχεδιάσουμε να δώσουμε σε κάθε παιδί τουλάχιστον 10-15 λεπτά. Λίγα λεπτά από την ημέρα με επίκεντρο την προσοχή μας στο συγκεκριμένο παιδί και χωρίς να αναφερόμαστε συνέχεια στα άλλα παιδιά που «λείπουν»: να πιούμε μαζί στο τραπέζι μια ζεστή σοκολάτα, να φτιάξουμε ένα παζλ, να δούμε μαζί το αγαπημένο του βιντεάκι, να φτιάξουμε ένα κτίριο lego, να ζωγραφίσουμε, να χορέψουμε, να πάμε σούπερ μάρκετ οι δυο μας.   

Ό, τι και να επιλέξει το παιδί, ό,τι του αρέσει για να νιώσει σημαντικό στην καρδιά της μαμάς ή του μπαμπά. Και χωρίς το κινητό στα χέρια μας (το λέω για να το ακούω!) Να είναι το παιδί μας αυτά τα δέκα λεπτά το κέντρο του σύμπαντός μας. Και να πούμε και στο τέλος πόσο όμορφα περάσαμε, αν και είναι σίγουρο ότι το ίδιο το παιδί θα ρωτήσει αν μας άρεσε όπως άρεσε και σε εκείνο.

Η μεγαλύτερη συναισθηματική σύνδεση και η θετική προσοχή στο παιδί θα πάρουν τη θέση της αρνητικής προσοχής που επιδιώκει με την κακή συμπεριφορά στο αδερφάκι του.

3. Δείχνουμε κατανόηση στα συναισθήματά τους

Αυτό είναι κάτι που το τηρώ με μεγάλη επιτυχία τον τελευταίο κυρίως χρόνο. Όταν μου λένε κάτι πάντα το επαναλαμβάνω αναγνωρίζοντας πώς νιώθουν: «είσαι έξω φρενών με τον αδερφό σου ε; Πρέπει να σε νευρίασε πάρα πολύ με αυτό που έκανε. Βλέπω ότι δυσκολεύεσαι να ηρεμήσεις.»

Δεν ξέρω αν ακούγεται περίεργο αυτό, αλλά πραγματικά κάθε φορά που λέω κάτι τέτοιο με κοιτάζουν με ύφος «ναι, όντως, καλά το κατάλαβες, σε ευχαριστώ». Σίγουρα, με αυτό που λέω δίνω χώρο να αρχίσει να λέει όλα τα αρνητικά και να χαρακτηρίζει τον αδερφό του ασταμάτητα και με νεύρα, αλλά ξέρει ότι είμαι εκεί για να τον ακούσω. Μόλις δω ότι μπορώ να μιλήσω, ότι με ακούει, ζητάω να μου προτείνει λύσεις. Αν έχω όρεξη, κάθομαι και τις γράφω κιόλας. Την τελευταία φορά η κόρη μου πρότεινε να στείλουμε τον αδερφό της στο ορφανοτροφείο. Ξεκίνησα να το γράφω στις προτεινόμενες λύσεις. Μου λέει «μαμά, τι κάνεις; Να γράψουμε κάτι που γίνεται.» Και άρχισε να γελάει. Αυτό ήταν.

4. Δίνουμε «τα εργαλεία» για την επίλυση

Όταν συμβαίνουν μεγάλες μάχες, πολλοί γονείς χρησιμοποιούν το time out ως τρόπο εκτόνωσης της κατάστασης. Το έχω δοκιμάσει αλλά δε βοήθησε ιδιαίτερα. Ίσα ίσα άρχισαν διαμάχες «γιατί εγώ; Αυτός έφταιγε!» κ.λπ.

Έχω στο μυαλό μου (επαναλαμβάνω, χωρίς να το τηρώ πάντα γιατί δεν έχω πάντα καλή διάθεση…) να τους διδάξω δεξιότητες επίλυσης των συγκρούσεων. Προσπαθώ να τους πω πχ «εγώ θα του απαντούσα…..», «θα μπορούσες να του πεις….» και πάντα βάζω λίγη «σάλτσα» «αφού εσύ τον ξέρεις καλύτερα από μένα, εσύ έχεις τον τρόπο σου σε τέτοια θέματα» κ.λπ.

Όταν είναι εκτός εαυτού δεν ακούνε τίποτα, οπότε αν δεν μπορούμε να τους ηρεμήσουμε, θα πρέπει να περιμένουμε (και να τους πούμε ότι θα περιμένουμε) μέχρι να ηρεμήσουν. Προσπαθώ πολύ ειδικά με την κόρη μου να μάθει να ελέγχει την ψυχραιμία της γιατί με το που θα νευριάσει φτάνει στα όριά της: περπάτησε λίγο μακριά από τον αδερφό σου, μέτρα μέχρι το 20, πάρε βαθιές ανάσες, κάνε γιόγκα (να καθίσει οκλαδόν εννοώ στη γνωστή στάση) κ.λπ.

5. Προσπαθούμε να μείνουμε μακριά από τις διαμάχες

Αυτό μπορεί να μας εκπλήσσει, αλλά το καλύτερο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε όταν αρχίσει να δημιουργείται μια διαφωνία είναι να το αγνοήσουμε. Πάμε στο άλλο δωμάτιο να κάνουμε κάτι άλλο. Να μη δώσουμε προσοχή στη διαμάχη.

Αγνοώντας τη διαμάχη, δεν ανταμείβουμε την αρνητική συμπεριφορά με το να δίνουμε την προσοχή μας σαν να είναι το πιο σημαντικό πράγμα του κόσμου και τους δίνουμε την ευκαιρία να το επιλύσουν μόνοι τους.

Φυσικά, αν ο αγώνας κλιμακωθεί και έχει αρχίσει η κατάσταση και γίνεται επικίνδυνη και νιώθουμε ότι είναι απαραίτητη η παρέμβαση, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη δραστική λύση: «βλέπω ότι η κατάσταση έχει γίνει επικίνδυνη και πρέπει να χωριστείτε τώρα» οπότε τους αλλάζουμε δωμάτιο μέχρι να ηρεμήσουν.

Όταν το κάνω αυτό, η κόρη μου λέει «ωραία, θα πάω στο δωμάτιό μου» και ο γιος μου λέει «α, να πάω κι εγώ με τη Ρέα; Δε θέλω μόνος μου» και συνήθως πάνε μαζί στο δωμάτιο.   

Αν η κατάσταση είναι ακόμα δυσκολότερη και τα νεύρα δεν υποχωρούν, τους χωρίζω και τους παίρνω πχ το αντικείμενο για το οποίο τσακώνονται, βάζοντάς τους όλους «στο ίδιο σκάφος» («all in the same boat»), δηλαδή να στερηθούν και οι δυο το παιχνίδι που ήθελαν μέχρι να ηρεμήσουν.

Θέλει μεγάλη υπομονή. Το ξέρετε καλά. Η υπομονή μας θα δοκιμαστεί άπειρες φορές. Και δε θα έχουμε πάντα τη διάθεση να δώσουμε λύση, να δώσουμε οδηγίες, να το χειριστούμε ψύχραιμα.

Η επίλυση συγκρούσεων είναι μια πολύ κρίσιμη δεξιότητα που ακόμα και ενήλικες δυσκολεύονται να διαχειριστούν. Μπορεί να μη γίνουν τεράστιες αλλαγές. Αλλά με αυτές τις στρατηγικές, θα είμαστε σε θέση να περιορίσουμε, τουλάχιστον, τον ανταγωνισμό των αδελφιών μεταξύ τους.

Στην πορεία μπορεί να σταματήσουν να τσακώνονται, αλλά να βρουν κάτι άλλο να τραβήξουν την προσοχή μας αν θέλουν να μας «ταρακουνήσουν», να διεκδικήσουν το χρόνο μας. Υπομονή και επιμονή, λοιπόν, και να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι η οικογένειά μας είναι το καταφύγιό τους, να νιώσουν ασφαλή, να νιώσουν ότι μπορούν να μιλήσουν για ό,τι θέλουν, για ό,τι τα απασχολεί.

* Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Διεθνούς φήμης ειδήμονες στην επικοινωνία μεταξύ ενηλίκων και παιδιών, η Αντέλ Φέιμπερ και η Ιλέιν Μαζλις έχουν κερδίσει την ευγνωμοσύνη των γονιών και την ενθουσιώδη υποστήριξη της επαγγελματικής κοινότητας. Και οι δύο συγγραφείς έχουν διδάξει στο New School for Social Research και στο Family Life Institute (LIU). Διαμένουν στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης και είναι η καθεμιά τους μητέρα τριών παιδιών.Όλα του συγγραφέαΒιογραφία συγγραφέα: Mazlish ElaineΔιεθνούς φήμης ειδήμονες στην επικοινωνία μεταξύ ενηλίκων και παιδιών, η Αντέλ Φέιμπερ και η Ιλέιν Μαζλις έχουν κερδίσει την ευγνωμοσύνη των γονιών και την ενθουσιώδη υποστήριξη της επαγγελματικής κοινότητας. Και οι δύο συγγραφείς έχουν διδάξει στο New School for Social Research και στο Family Life Institute (LIU). Διαμένουν στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης και είναι η καθεμιά τους μητέρα τριών παιδιών.

Πώς θες να νιώσεις αυτή την εβδομάδα;

Δεν προλάβαινα με τίποτα να γράψω άρθρο αυτές τις μέρες.

Το πλάνο μου (γιατί έχω και πλάνο για την εβδομαδιαία ανάρτηση της Πέμπτης!!) έγραφε να γράψω για το βιβλίο «Αδέρφια, όχι αντίπαλοι» που διάβασα πρόσφατα και για τους τσακωμούς των παιδιών μου. Γιατί πραγματικά με έχει βοηθήσει πολύ.

Όμως, αφού δεν πρόλαβα να ασχοληθώ καθόλου με αυτό το θέμα αυτές τις μέρες, είπα να αναφερθώ σε ένα άλλο θέμα, αφού, όπως είδα και προχθές με την ανάρτησή μου στο instagram, είχε αρκετά μεγάλη ανταπόκριση και έλαβα πάρα πολλά μηνύματα!!

Κι ένας από τους λόγους που αγαπώ αυτή την επικοινωνία με όλη αυτή την instagram κοινότητα είναι τα ειλικρινή μηνύματα που στέλνουμε και η ουσιαστική επικοινωνία που έχουμε με αρκετά άτομα.

Δεν έχω εξειδίκευση, ούτε διατροφική, ούτε προπονητική, ούτε τίποτα σχετικό.

Κι όμως, λαμβάνω τόσα πολλά μηνύματα για το πώς να ξεκινήσετε το τρέξιμο, πώς να κάνετε ασκήσεις στο σπίτι και γενικά πώς να βάλετε την άσκηση στη ζωή σας ειδικά αν δεν έχετε γυμναστεί ποτέ.

Η δική μου απάντηση είναι πάντα η προσωπική μου εμπειρία και μόνο, και αυτό μόνο, μπορώ να καταθέσω.

Το να βελτιώσουμε το σώμα μας, το να το αλλάξουμε είναι επίπονο κάποιες φορές και κουραστικό.

Διάβασα, όμως, σε μια άλλη κοπέλα στο instagram (νομίζω personal trainer) κάτι που μου άρεσε πολύ: «Nothing is as painful as staying stuck somewhere you don’t belong. You deserve better

Τίποτα δεν είναι πιο επίπονο από το να είσαι «κολλημένος» κάπου που δεν ανήκεις. Αξίζεις καλύτερα.

Πρέπει να ψάξουμε μέσα μας και να βρούμε το γιατί μας. Αυτό το γιατί είναι που πρέπει να βγάζει μια σπίθα από μέσα μας, να είναι μεγαλύτερο από κάθε δικαιολογία που λέμε στον εαυτό μας (#strongerthanmyexcuses).

Γιατί το θες αυτό;

Γιατί το χρειάζεσαι αυτό;

Γιατί θες οπωσδήποτε να το κάνεις να πετύχει;

Γιατί είσαι διαθέσιμος να κάνεις οτιδήποτε για να το πετύχεις;

Βάζουμε ρεαλιστικούς στόχους

Το να βάζουμε ένα μακροπρόθεσμο στόχο είναι τέλειο, αλλά ένας μικρότερος, πχ. εβδομαδιαίος στόχος, θα μας βοηθήσει να βρούμε το κίνητρό μας και να κάνουμε πράξη αυτά που θα μας οδηγήσουν στο μεγαλύτερο, μακροπρόθεσμο στόχο μας.

Πώς θες να νιώσεις αυτή την εβδομάδα;

Σε τι διάθεση θες να είσαι;

Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι οι στόχοι μας είναι πραγματοποιήσιμοι, εφικτοί.

Εστιάζουμε σε ένα πράγμα τη φορά

Βλέπω συχνά ανθρώπους που προσπαθούν να «επιβληθούν» στον εαυτό τους με μια μακροσκελή λίστα με «πράγματα που πρέπει να αλλάξω».

Να εστιάζουμε σε ένα πράγμα τη φορά. Πχ. Να αυξήσω το νερό που πίνω ή να κάνω άσκηση /τρέξιμο 3 φορές την εβδομάδα.

Μόλις κατακτήσουμε αυτό, να προχωράμε στο επόμενο.

Ξεκινάμε κάτι που πραγματικά μας ενθουσιάζει

Πραγματικά πιστεύω ότι χρειάζεται περισσότερη δύναμη για να ακολουθήσουμε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα παρά να κάνουμε τυχαία ασκήσεις που βρήκαμε στο instagram ή στο Youtube μία φορά στις 5 ή στις 10 μέρες.

Επιλέγουμε κάτι που μας αρέσει πάρα πολύ, κάτι που ταιριάζει με τον τρόπο ζωής μας κι όποιο πρόγραμμα και να διαλέξουμε θα είναι υπέροχο και θα το ακολουθήσουμε.

Εξασκούμαστε στη θετικότητα – επαινούμε τον εαυτό μας

Να είμαστε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής μας. Να επιβεβαιώνουμε κάθε μέρα τον εαυτό μας και να τον πείθουμε για το πόσα πολλά μπορούμε να πετύχουμε. Η προσωπική ανάπτυξη, τα βιβλία, τα podcasts μπορούν να μας βοηθήσουν πολύ σε αυτή τη διαδρομή και να μας δείξουν ακριβώς αυτό: να απολαμβάνουμε το ταξίδι περισσότερο από τα αποτελέσματα.

Να εστιάζουμε στη δύναμη, στην ενέργεια, στη χαρά που κερδίζουμε καθημερινά, σε κάθε στιγμή αυτού του ταξιδιού.

Κάτι που, ίσως, μπορεί, επιπλέον, να μας βοηθήσει είναι να φτιάξουμε μια λίστα με τους λόγους που νιώθουμε καλύτερα και να τους έχουμε συνέχεια στο μυαλό μας.

Αποδεικνύουμε στον εαυτό μας ότι όντως μπορούμε

Αν έχουμε κάτι κοινό εγώ και εσύ, τότε μπορούμε να προκαλέσουμε (να κάνουμε «challenge» που λέει και η κόρη μου) τον εαυτό μας με κάθε άσκηση, κάθε προσπάθεια.

Να το κάνουμε σαν ένα παιχνίδι, να πιέσουμε τον εαυτό μας να γίνουμε ο καλύτερος που μπορούμε, να μάθουμε πως είναι απαραίτητη η πειθαρχία και η συνέπεια.

Εύχομαι να μπορούμε να ξεσηκωνόμαστε πάντα, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν ισχύει.

Θα πρέπει να έχουμε πειθαρχία και συνέπεια.

Και ο καλύτερος τρόπος για να έχουμε πειθαρχία και συνέπεια είναι να δημιουργήσουμε μια συνήθεια. Μόλις αποκτήσουμε μια συνήθεια, γίνεται δεύτερη φύση μας.

Προχωράμε για να αποκτήσουμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση

Να λέμε στον εαυτό μας ξανά και ξανά ότι αυτό είναι το άτομο που θέλουμε να είμαστε.

Δεχόμαστε ότι το να είμαστε υγιείς είναι ένας τρόπος ζωής

Αυτό το ταξίδι είναι όντως ένας μαραθώνιος και όχι σπριντ. Πρέπει να μάθουμε να μπουσουλάμε πριν περπατήσουμε. Είναι ένας μαγικός συνδυασμός, μια μίξη. Παίρνει χρόνο, αλλά η συνέπεια, στο τέλος, θα οδηγήσει στην επιτυχία.

Δεν ξέρω και πολλά.

Ξέρω μόνο ότι μου πήρε πολύ χρόνο για να συνειδητοποιήσω ότι το τρέξιμο είναι αυτό που χρειαζόμουν.

Τρέχω γιατί αλλάζει η διάθεσή μου και σίγουρα με κάνει καλύτερη, με γεμίζει αυτοπεποίθηση.

Δεν έχω εμμονή με το να αποκτήσω το τέλειο σώμα, αλλά θέλω να είμαι υγιής και δυνατή.

Κάποιες μέρες είναι πιο δύσκολες.

Θέλω, όμως, να μοιράζομαι όλα τα όμορφα αλλά και όλα τα δύσκολα.

Να μοιράζομαι αυτό το ταξίδι με την ελπίδα ότι μπορεί και να ξεσηκώσω και λίγους ακόμα…

MULTITASKING: Η παγίδα του να κάνουμε τόσα πράγματα ταυτόχρονα

Οι γρήγοροι ρυθμοί της ζωής και οι προκλήσεις τις καθημερινότητας επιβάλλουν στο σύγχρονο άνθρωπο να καταπιάνεται και να χρειάζεται να διεκπεραιώσει ολοένα και περισσότερα πράγματα.

Πολλές φορές αυτά πρέπει να γίνουν μέσα σε πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα και ταυτόχρονα.

Είναι, όμως, κάτι τέτοιο πραγματικά δυνατό, και αν ναι, κατά πόσο επηρεάζει την υγεία και την απόδοσή μας; 

Εμείς οι μαμάδες καυχιόμαστε συχνά για το πόσα πράγματα κάνουμε ταυτόχρονα.

Και η αλήθεια είναι ότι είμαστε μάστερ στο #multitasking , την πολύ(δι)εργασία.

Είναι όντως, όμως, κάτι για το οποίο πρέπει να νιώθουμε περήφανες;

Μέχρι πρόσφατα, έτσι ένιωθα. Ότι έχω μια σούπερ δύναμη και μπράβο μου που τα κάνω όλα (και συμφέρω)! Καλά ακόμα το νιώθω, απλά ξέρω ότι δεν είναι όσο παραγωγικό νόμιζα. 

Ο Dave Crenshaw στο βιβλίο του The Myth of Multitasking: How ‘Doing It All’ Gets Nothing Done, αλλά και το βιβλίο της Marie Kondo Joy At Work επισημαίνουν αυτό ακριβώς που δεν είχα συνειδητοποιήσει εδώ και χρόνια: πηγαίνοντας από task σε task σε κάνει να «μοιράζεσαι» ανάμεσα σε 10 διαφορετικά πράγματα, τα οποία είναι λογικό από τη μια να μη διεκπεραιώνονται με το σωστό τρόπο, και από την άλλη να «πνιγόμαστε» σε μια ατελείωτη λίστα εκκρεμοτήτων και εργασιών από τα οποία τίποτα δε γίνεται με το σωστό τρόπο.

Ακόμα και τα πράγματα που μας δίνουν χαρά, πχ. το τρέξιμο, ένας καφές με τις φίλες μας, ένα παζλ, μια βόλτα με τα παιδιά μας, γίνονται ένα στριμωγμένο task ανάμεσα σε 1000 άλλα, όπως το ταυτόχρονο μαγείρεμα, το ταυτόχρονο email που απαντάμε για τη δουλειά, η ταυτόχρονη μελέτη για ένα project στο οποίο δουλεύουμε. 

Αυτό, φυσικά, ισχύει, όχι μόνο για τις μαμάδες, αλλά για όλους τους ανθρώπους.

Ζούμε με το μοντέλο Do-It-All mom, Do-It-All person και όλα γίνονται υποχρεωτικά και ασήκωτα.

Ακόμα και τα μικρά, ακόμα -ίσως- και τα ευχάριστα.

Στην πραγματικότητα, το multitasking είναι switchtasking, δηλαδή συνεχής εναλλαγή εργασίας, task. 

Το The Myth of Multitasking περιγράφει ότι τα μυαλά μας δεν έχουν τη δυνατότητα πολλών ταυτόχρονων εργασιών, αλλά απλά εναλλάσσουμε ανάμεσα στις εργασίες μας χωρίς να μπορούμε να συγκεντρωθούμε σε μια 100%.

Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που επιστρέφουμε σε κάτι που κάναμε, πρέπει να θυμηθούμε τι ακριβώς κάναμε, σε ποιο σημείο είχαμε μείνει, τι έπρεπε να κάνουμε μετά κλπ., κάτι που μας κοστίζει σε πολύτιμο χρόνο.  

Ειδικά, όμως, για τις μαμάδες, πόσες φορές έχουμε βρεθεί στη θέση να διακόπτουμε το παιδί μας ή το σύζυγό μας την ώρα που μας λέει κάτι ή να συνειδητοποιούμε ότι δεν ακούσαμε λέξη από όσα μας είπε.

Είναι όπως όταν τα παιδιά μας βλέπουν τηλεόραση ή παίζουν με τα lego και δε μας δίνουν σημασία. Κι εμείς θιγόμαστε ή νευριάζουμε.

Το κάνουμε κι εμείς, όμως, την ώρα που ανεβάζουμε ένα άρθρο στο blog ή ποστάρουμε στο Instagram.

Γράφει ο Dave Crenshaw στο βιβλίο του, χάριν αστεϊσμού, ότι το multitasking είναι «A polite way of telling someone you haven’t heard a word they said.» (Ένας ευγενικός τρόπος να πούμε σε κάποιον ότι δεν ακούσαμε λέξη από όσα είπε.) 😁


Σίγουρα, η ζωή μας, είτε έχουμε παιδιά είτε όχι, μπορεί να είναι υπερβολικά πολυάσχολη. Όσο περισσότερες ευθύνες έχεις, τόσο περισσότερους ρόλους πρέπει να αλλάξεις, τόσο πιο εύκολο είναι να γίνεις αναποτελεσματικός.

Φυσικά, όλοι έχουμε βρεθεί σε αυτή τη θέση και ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να μην το κάνουμε, είτε στη δουλειά, είτε στην προσωπική μας ζωή.

Υπάρχουν, όμως, μικρά βήματα που μπορούμε να κάνουμε για να μας βοηθήσουν:

1. Πλάνο και συνήθειες

Το έχουμε διαβάσει, το έχουμε ακούσει και πιθανώς να έχουμε ήδη εμπεδώσει ότι το πρόγραμμα είναι βασικό όταν υπάρχουν άπειρες υποχρεώσεις. Ισχύει. Απλά το πρόγραμμα πρέπει να συμπεριλαμβάνει σίγουρα, δηλαδή να καλύπτει, και τις ανάγκες των υπολοίπων.

Οι μαμάδες, για παράδειγμα, που δουλεύουν από το σπίτι, θα πρέπει να μάθουν να διαχειρίζονται τις έκτακτες υποχρεώσεις που παρουσιάζονται, ειδικά αυτές που αφορούν τις βασικές ανάγκες των παιδιών τους (αλλαγή πάνας, φαγητό κλπ).

Όταν προγραμματίζουμε τακτικά και από την αρχή αυτές τις βασικές ανάγκες, αποφεύγουμε πολλές διακοπές στις εργασίες μας.

Επιπλέον, τα παιδιά αρχίζουν να προβλέπουν τη ρουτίνα και δεν χρειάζεται να διακόπτουν κάτι που ξέρουν ότι έρχεται σε λίγα λεπτά ούτως ή άλλως (ανάλογα με την ηλικία τους φυσικά). Προφανώς, και θα υπάρξουν έκτακτες ανάγκες, αλλά εννοείται δεν μπορούμε να τις σταματήσουμε ούτως ή άλλως. 

2. «Εξωτερική» βοήθεια

Το έχω ξαναγράψει όταν αναφέρομαι στις μαμάδες που αγχώνονται και πελαγώνουν μέσα στις εκκρεμότητες. 
Δε χρειάζεται να τα κάνουμε όλα μόνοι μας. Φωνάζουμε το σύζυγό μας, τους γονείς μας, την αδερφή μας, φίλους μας.

Ωραία ιδέα είναι και το πλάνο να περνάμε ξεχωριστό χρόνο με κάθε μέλος της οικογένειας, ώστε να νιώθουν ότι μπορούν να μας μιλήσουν, να μας αγκαλιάσουν ή οτιδήποτε χρειάζονται συναισθηματικά και πιθανώς να μην έχουν την ανάγκη να μας διακόπτουν άλλες ώρες. 

3. Ορισμένες εκκρεμότητες και δραστηριότητες να γίνονται την ώρα που τα παιδιά κοιμούνται

Ή τελοσπάντων όταν το σπίτι ηρεμεί. Πολλές μητέρες που χρειάζονται χρόνο για τον εαυτό τους, ξυπνούν πολύ νωρίς το πρωί ή κοιμούνται πιο αργά το βράδυ, για να περάσουν αυτόν τον πολύτιμο χρόνο.

4. Παίρνουμε απόφαση τις διακοπές

Δε χρειάζεται να γκρινιάζουμε. Παίρνουμε απόφαση ότι θα μας διακόψουν. Δεν ήρθε δα και το τέλος του κόσμου, ειδικά αν έχεις παιδιά. Αν δε γίνεται να τις προβλέψουμε με πλάνο και προγραμματισμό, παίρνουμε απόφαση ότι αυτές τις στιγμές τις αφιερώνουμε στα παιδιά ή το σπίτι ή οτιδήποτε άλλο είναι αυτό που προκύπτει τελοσπάντων.

Αυτό ήταν, δεν έχω άλλες ιδέες.

Θα ήθελα πολύ να ακούσω τις σκέψεις, τις στρατηγικές και τις ιδέες σας για να αποφύγουμε το αντιπαραγωγικό multitasking, ώστε να εκπληρώνονται και οι υποχρεώσεις μας και να απολαμβάνουμε την οικογένειά μας και τον προσωπικό μας χρόνο.

Εσύ που τρέχεις και δε φτάνεις, τι σκέφτεσαι για το multitasking; 

Τα λέμε, Βάσω

* ΥΓ.  Και επιπλέον τροφή για σκέψη: Οι έρευνες έχουν επίσης αποκαλύψει ότι το multitasking εμποδίζει τη μάθηση. Το 2011, οι ερευνητές Reynol Junco και Shelia R. Cotton δημοσίευσαν μία έρευνα για τις συνέπειες του multitasking στην ακαδημαϊκή απόδοση. Διαπίστωσαν ότι, κατά μέσο όρο, οι φοιτητές που χρησιμοποιούσαν το Facebook και απαντούσαν σε μηνύματα, ενώ έκαναν τις εργασίες τους, είχαν χαμηλότερο μέσο όρο και βαθμούς, από αυτούς που δεν το έκαναν αυτό. Οι ερευνητές σημείωσαν ότι η ικανότητα του ανθρώπινου νου να προσλαμβάνει περισσότερα ερεθίσματα και να εκτελεί παράλληλα καθήκοντα είναι περιορισμένη. Με δεδομένο ότι η ποιοτική συγκέντρωση και προσοχή είναι απαραίτητη για τη μάθηση, το multitasking εμποδίζει την ικανότητά μας να αποκτούμε και να ερμηνεύουμε τις πληροφορίες αποτελεσματικά. 
Για το λόγο αυτό, αλλά και όλους τους παραπάνω, θα πρέπει να βοηθάμε τα παιδιά και να τα συμβουλεύουμε, να καταπιάνονται με ένα πράγμα τη φορά, ώστε να εκπαιδεύονται στο να συγκεντρώνονται και να εστιάζουν ώστε να μπορούν να μαθαίνουν σωστά και σε βάθος.